Le rêve de Pierre

*We hear the horse-bells ringing, horses trotting*

-Shall I tell you a secrete, Séverine?
Belle de jour, L. Bunūel, first line.

 

  Από τότε που είδαν εκείνη τη γαμωταινία του Μπουνουέλ, αποφάσισε να τον αποκαλεί Pierre, πράγμα που τον εκνεύριζε αφόρητα διότι στην πραγματικότητα, τον έλεγαν Παναγιώτη και δούλευε από τα εικοσιπέντε του μέχρι και σήμερα ως ορκωτός λογιστής στο μικρό γραφείο που είχε κληρονομήσει από την οικογένειά του. 

  Για δύο χρόνια συγκατοικήσανε στην Καλλίπολη του Πειραιά «για να βολεύει», μιας που το γραφείο ήταν στο Φάληρο. Ο Παναγιώτης περπατούσε πάντα νευρικά αλλά για εκείνα τα δύο χρόνια και μόνο, στη διαδρομή από το σπίτι μέχρι το γραφείο, ξέκλεβε λίγο χρόνο και χάζευε: είχε ανακαλύψει ένα συγκεκριμένο γρίζο και χιλιοπατημένο πλακάκι στο πεζοδρόμιο της Καραϊσκάκη μπροστά από τα Έβερεστ, με ένα ακαθόριστο βέλος κολλημένο σαν βρώμικη τσίχλα πάνω του κι έτσι στεκόταν εκεί για πέντε με επτά λεπτά, σχεδόν κάθε μέρα, φέρνοντας στο νου του τη μέρα που τη γνώρισε. Όταν την είχε δει πρώτη φορά, ήταν σκυμμένη και τα ξανθά μαλλιά μπλέκονταν με τη γλώσσα της καθώς έπινε λαίμαργα νερό από έναν ψύκτη στον 3ο όροφο της ΔΟΥ Περιστερίου. Για δύο χρόνια, αυτά τα πέντε, έξι, επτά λεπτά ήταν όλη του η ζωή, μιας και μόνο τότε εκείνη έπαυε να του φαίνεται τόσο ψυχρή και απόμακρη.

  Καθ’ όλη τη διάρκεια της σχέσης τους, αλλά και για αρκετά χρόνια αργότερα, ο Παναγιώτης έβλεπε το ίδιο παράξενο όνειρο ξανά και ξανά. Ένα μικρό κόκκινο εντοιχισμένο κουτί, απροσδιόριστης χρηστικότητας, με αριθμούς και γράμματα να το τιτλοφορούν σαν κωδικό ηλεκτρονικής παραγγελίας και δύο βέλη στο εσωτερικό που έδειχναν στο κέντρο του κουτιού ένα στρογγυλό σημάδι σαν τρύπα. Ανάλογα με την εξέλιξη του ονείρου κάθε φορά, το κόκκινο κουτί γινόταν πότε συναγερμός σε πυρκαγιά, πότε θυρίδα για αλλοπρόσαλλα βίσματα ή τέλοσπάντων κάτι που άλλοτε σήμανε την επικείμενη καταστροφή κι άλλοτε μια πιθανή λύση. Και παρόλο που είχε περάσει πολύς καιρός πια, δεν είχε καταφέρει ακόμη να δώσει μια ερμηνεία στο ενοχλητικό αυτό όνειρο. Ούτε και στο πώς και γιατί έχασε για πάντα την Έλλη απ’ τη ζωή του.

  Ένα καλοκαιρινό βράδυ με καύσωνα, επιστρέφοντας από το γραφείο, κάτι τον οδήγησε έξω από το θερινό σινεμά της γειτονιάς (ένα μέρος που φυσικά δεν είχε επισκεφθεί ποτέ πριν, αν και βρισκόταν μόλις δυό στενά πάνω από το σπίτι του).

Ce qui m’inquiète n’a rien à voir avec le plaisir;
C’est tellement plus que ça.

  Εκείνο το βράδυ, όταν κατάφερε να αποκοιμηθεί, ονειρεύτηκε ξανά το κόκκινο κουτί μόνο που αυτή τη φορά, επιτέλους, το έβλεπε να μεταμορφώνεται σε ένα τεράστιο κατακόκκινο λουλούδι και να τον κατασπαράζει, ένιωθε, για ώρες, μέσα στα ολάνθιστα και φωτεινά του πέταλα.

 

ΑΛΛΕΣ ΔΗΜΟΣΙΕΥΣΕΙΣ

Μπλε κουβέρτα

Λίγο πριν αποφασίσουμε πως το κορίτσι μας τελικά θα...

Έμιλυ

στην Α. στις σιώπες που συναντιόμαστε Έ μ ι λ...

Επικαιρότητα

Πάλι ταράχτηκαν οι άντρες κι αγορεύουνε Τηρούν με πάθος τις...

Από την ποίηση του δρόμου στην ποίηση της φροντίδας και πάλι πίσω

Κυριακή 12 Νοέμβρη 2023, Περιβολάκι   Από την ποίηση του δρόμου στην...