Πάλι ταράχτηκαν οι άντρες κι αγορεύουνε
Τηρούν με πάθος τις αρχές της ρητορείας
Κάτι από μένα τους θαυμάζει και τους χαίρετε
Κάτι όμως στέκεται στη μέση της πορείας
Μα δεν κουράστηκαν, στ’αλήθεια, να φωνάζουνε;
Δεν επιθύμησαν ποτέ την ησυχία;
Μεστή η φωνή τους, λες κι ακόμη διατάζουνε
Όμως ο κόσμος δεν μπορεί άλλα προεδρεία
Ούτε ο κόσμος, ούτε η γη, ούτε κι η ποίηση
Ούτε η αλήθεια της βαρύτητας κι η μοίρα
Κι αν κάποια ευθύνη θεωρούν πως χρόνια φέρουνε
Αντιλαμβάνομαι τον κόπο και την βία
Που έχει γι’ αυτούς τον τρόμο αυτόν να αντικρίσουνε
Πως, δηλαδή, είναι πια αχρείαστοι προστάτες
Δεν είναι κι εύκολο να μη ζητάν την γνώμη σου
(Οικείο το βίωμα στων θηλυκών τις πλάτες)
Φυλάς την Ποίηση με όρους Επανάστασης
Φυλάς τον Λόγο σαν τον Λόγο να γνωρίζεις
Φυλάς το Νόημα που έχουνε τα πράγματα
Φυλάς τον κώλο σου και κάπως μας τα πρήζεις
Μ’ αντί για «βούλωσ’ το» και «σκάσε, σε βαρέθηκα»
Διαλέγω χάδι να προσφέρω, να σε νιώσω
Και να σου πω καταλαβαίνω, είναι αφόρητο
Μα απ’ όλα αυτά αδυνατώ να σε διασώσω
Αδυνατώ και δεν το θέλω κι ας τελειώνουμε:
Απ’ τους Θεούς εγώ ήμουν πάντα αποκλεισμένη
Μα την απόκλειση αυτή έκανα δρόμο μου
Να επιστρέφω προς αυτό που μας διαφεύγει
Κι άμα το άντεχες να δίνω τον ρυθμό
Λίγο συχνότερα και όπως αγαπώ
Ίσως δεχόσουνα την σιωπηλή φροντίδα
Ως του ποίηματος το βέλος, την κοιτίδα
Γιατί οριζόμαστε διαρκώς απ’ τη σαγήνη Της
Με κάθε ρήμα, επανάληψη και κόμμα
Έλα, ας χωρέσουμε κι οι δυό μέσα στον κόσμο μας
Τον αξιομοίραστο στη γλώσσα και στο σώμα.