Όσο οι άνθρωποι γερνούν σκέπτονται τα πουλιά…
Κι αυτός , μέσα στη τύρβη της πρωτεύουσας,
απάνω ο ήλιος ο καυτός ,
κάτω το κράσπεδο το βρωμερό – συσσωρευτής της θέρμης και της οχλοβοής –
των τροχοφόρων, των ψυχοβόρων,
με το δεξί φθαρμένο υπόδημά του
ο λυτρωτής των περιστέρων του καμάτου , σε ψίχουλα συνθλίβει ,
ο,τι απέμεινε
από το πρωινό κουλούρι .
Χωρίς να ιδεί ποιος σμήνος θάν ο τυχερός
την άηχη φιλονικία των πτηνών για τη μερίδα
στην δεξιάν του, κρατάει μια εφημερίδα,
και αποσύρεται σκυφτός .
Σκυφτός κι ο γιος του ποιητή
που στα χειρόγραφά του ανατρέχει
ποιος ναν αυτός και ποιος εκείνος
για να βρει
την ώρα που όλοι λεν, και λεν, και λεν,
και εξηγούν,
την ανεξήγητης φύσεως δημιουργία, την έμπνευση, την υστεροφημία,
ματαιοπονώντας να ‘ρμηνεύσουν
τραγουδούν :
«Ω, μέγα Παν..! Και μα και μου και “εξορία!
Ψωλή! Μουνί!, πόσο παλαιών αρχών, πια, αυτή η κοινωνία!»
δυο ώρες ομιλία
– δυο λέξεις η ουσία –
(εκ στόματος του υιού)
εσωτερική λογοκρισία !
Όσοι οι άνθρωποι γερνούν σκέπτονται τα πουλιά
τα πουλιά που πέσαν νεκρά στην Υψικάμινο .
Φωκάς .