Ουροπότες και Κοπροφάγοι

Ουροπότες και Κοπροφάγοι

Ξιπασμένε περαστικέ,

κιαν από τύχη καθαρή πάνω στο διάβα σου υποπέσεις

στο βλέμμα εκείνου του όντος

με τους χιλιάδες οφθαλμούς

απ’το οποίο Κάποιος δεν έχει επιζήσει για να ονοματίσει,

μην τυφλωθείς από την ιριδίζουσα λάμψη των ματιών του

και αναλογιζόμενος λέξεις σοβαρές για τη φθαρτή σου υπόσταση

ξεκινήσεις

σαν τον ασβό να σκάφτεις λάκκο στην πυρακτωμένη άμμο

για να κρυφτείς απτή θωριά του.

Αυτό είναι μάταιο.

Δέος να αισθανθείς διαβάτη

μπρος τους αμέτρητους οφθαλμούς του όντος

που σαν παγώνι

κορδώνει τα φτερωτά του μάτια

για να επιτηρήσει την παρουσία σου.

 

Και σαν κόπρανα να θάψεις ξένε τους τίτλους σου όλους και τα ονόματα απού φορείς τα βλάσφημα.

 

χ.

Author

Το "Φωκάς" του 'μεινε απ' το σχολείο. Παρ' όλα αυτά έχει γίνει τόσο δικό του, ώστε σπανίως γυρίζει το κεφάλι όταν κάποιος θα τον αποκαλέσει με το βαφτιστικό του. Είναι ένας τραγουδοποιός που είναι κοινωνικός λειτουργός, που παίζει κιθάρα, αλλά που θα 'θελε να παίζει τσέλο φορώντας κάτι ανάλαφρο, όπως για παράδειγμα σανδάλια και αμάνικες φαρδιές φανέλες μες στον Χειμώνα. Όταν κανείς δεν κοιτάει ή όταν κοιτάνε όλοι, είναι ποιητής. Κάνει παρέα με σαλιγκάρια και σκυλι(ε)ά, αλλά θα 'θελε να χει μια γάτα. Αρέσκεται στο να απαγγέλλει ποιήματα μιμούμενος τη φωνή του Εμπειρίκου και του Χριστιανόπουλου, εναλλάξ. Θα τον πετύχετε να τριγυρνάει στο Παγκράτι κρατώντας μία ναυλότσαντα Σκλαβενίτη μ' όλα του τα υπάρχοντα, σφυρίζοντας κάποιον οικείο σας σκοπό. Μην φωνάξετε "Γιώργο!", δεν θα γυρίσει...