Ξιπασμένε περαστικέ,
κιαν από τύχη καθαρή πάνω στο διάβα σου υποπέσεις
στο βλέμμα εκείνου του όντος
με τους χιλιάδες οφθαλμούς
απ’το οποίο Κάποιος δεν έχει επιζήσει για να ονοματίσει,
μην τυφλωθείς από την ιριδίζουσα λάμψη των ματιών του
και αναλογιζόμενος λέξεις σοβαρές για τη φθαρτή σου υπόσταση
ξεκινήσεις
σαν τον ασβό να σκάφτεις λάκκο στην πυρακτωμένη άμμο
για να κρυφτείς απτή θωριά του.
Αυτό είναι μάταιο.
Δέος να αισθανθείς διαβάτη
μπρος τους αμέτρητους οφθαλμούς του όντος
που σαν παγώνι
κορδώνει τα φτερωτά του μάτια
για να επιτηρήσει την παρουσία σου.
Και σαν κόπρανα να θάψεις ξένε τους τίτλους σου όλους και τα ονόματα απού φορείς τα βλάσφημα.
χ.