Όλοι όσοι αγάπησα πλαγιάζουνε με άλλους.
Συνήθως με τη μάνα μου ή το χωμάτινο δρόμο μπροστά απ’το εξοχικό μας.
Αφήνομαι να τους παρατηρώ, όλους όσους αγάπησα, να γκρεμίζουν τα τείχη της Ώρας· της ώρας
που περνάει για όλους το ίδιο
όμως το ίδιο κανείς μας δεν κατάλαβε
ποτέ τι να σημαίνει.
Πλαγιάζουνε με άλλους, ποτέ με ‘μένα.
Συνήθως με τη μάνα τους ή με τα ηλιοβασιλέματα που εισέπνευσαν σε κάποιο νησί του Αιγαίου. Αφήνομαι να τους παρατηρώ, όλους όσους αγάπησα, να ξυπνάνε το μέσα μου τέρας·
το τέρας που βρυχάται σε όλους το ίδιο
όμως το ίδιο κανείς μας δεν κατάλαβε
ποτέ τι περιμένει.
β α δ ί ζ ω
Η Γη τρέμει
στο πέρασμά μου
οι ανάσες κοφτές εκπληρώνουν
ένα νόημα δίχως νόημα. -ΘΑ’ΠΡΕΠΕ ΝΑ ΘΕΛΩ πιο πολλά-
και το παράπονο να μην κερδίζει πάλι
ωστόσο
Δεν ξέρω αν βρεθήκατε ποτέ
μπροστά απ’της θάλασσας τ’ατέλειωτο μπλε
Μοιάζει κάπως με θαύμα ή με λυγμό
όπως το να πλαγιάζω με αυτούς που αγαπώ.
μπιζέλι