Το τέλος του κόσμου

 

it might be over s∞∞n

   

Χθες ή προχθές ονειρεύτηκα το τέλος του κόσμου.

Ήμουν στο πατρικό μου σπίτι δίπλα
στη θάλασσα.
Στη θάλασσα.
Κι αυτή ήτανε μαύρη κι άγρια σαν χήρα.
Ο αέρας πυκνός κι ασφυκτικός, συμπαγής σαν τούβλο
κρεμόταν πάνω από τα κεφάλια μας σαν τη λαιμητόμο
(Αλήθεια, ποιος κατάλαβε το Άτλαντα ποτέ;)

Μέσα στο σπίτι επικρατούσε πανικός
πανικός και ψύχος. Το σκοτάδι
το σκοτάδι μας έπνιγε, ΜΑΣ ΕΠΝΙΓΕ
θέλαμε φως και ζέστη.
Ξαφνικά ξεκίνησες την τρομερή σου προσπάθεια να ανάψεις το τζάκι.
Μα τα ξύλα καίγονταν άτσαλα κι οι σπίθες εκτινάσσονταν απειλητικά
προς τις κουρτίνες και το ξεθωριασμένο χαλί.
Εσύ ούρλιαζες υστερικά “Ν’ ανάψουμε το τζάκι! Ν’ ανάψουμε το τζάκι!” λες κι είχες βρει τη λύση.
Κι εγώ αναρωτιόμουν σιωπηλή για το μήκος της κουρτίνας, πότε πρόλαβε και φτούρισε το χαλί της μάνας, πού πήγε το κόκκινό του χρώμα.

Το τζάκι ήταν μπροστά στο παράθυρο.
Όταν κοίταξα έξω, είδα τη θάλασσα έτοιμη να με κατασπαράξει, τα κτίρια βούλιαζαν, ο αέρας έπνιγε.

Το πιο παράξενο απ’όλα όμως – κι αυτό που με έκανε να μην αμφιβάλω στιγμή πως πρόκειται για το τέλος
το τέλος του κόσμου-
ήταν το εξής:
Αμέτρητα συννεφάκια παρήλαυναν στο δρόμο με ιλιγγιώδη ταχύτητα
φέροντας ένα κερί το καθένα στη μέση της αφράτης επιφάνειάς τους.
Δέκα σύννεφα, εκατό, χίλια.
Άπειρα μικρά συννεφάκια, άσπρα, με το κεράκι τους απάνω
αιωρούνταν και πορεύονταν ευθεία (στην πιο ευθεία ευθεία που είχα δει ποτέ μου)
αιωρούνταν και πορεύονταν
πάνω από το έδαφος της Λεωφόρου Ειρήνης
κάνοντάς με να αδιαφορήσω
για τη Θάλασσα τη μανιασμένη
τη Γη μας, που κατέρρεε
το Οξυγόνο το ελάχιστο
αλλά ακόμη και για Σένα
που ούρλιαζες
βάζοντας φωτιά στο σπίτι.

 

μπιζέλι

ΑΛΛΕΣ ΔΗΜΟΣΙΕΥΣΕΙΣ

Μπλε κουβέρτα

Λίγο πριν αποφασίσουμε πως το κορίτσι μας τελικά θα...

Έμιλυ

στην Α. στις σιώπες που συναντιόμαστε Έ μ ι λ...

Επικαιρότητα

Πάλι ταράχτηκαν οι άντρες κι αγορεύουνε Τηρούν με πάθος τις...

Από την ποίηση του δρόμου στην ποίηση της φροντίδας και πάλι πίσω

Κυριακή 12 Νοέμβρη 2023, Περιβολάκι   Από την ποίηση του δρόμου στην...