Μείνανε δύο σελίδες – σκισμένες από τετράδιο δανεικό – πλαταίνουν τον ορίζοντά τους και συνεχίζουν να προεκτείνονται στο άπειρο, μα συ, κοιτάζεις μόνο δυο κενές σελίδες. Εάν τις γέμιζες θα ταν στόχος, αν ήξερες μόνο πως οι σελίδες είναι άπειρες δεν θα ολοκλήρωνες ούτε τη πρώτη, θα πλατσούριζες στη βάθρα των δύο γραμμών, στο βάραθρο της νωθρότητάς σου. Ύστερα, αφού θα σείχε πάρει ανέμελα, ύπνος βαρύς , δεν θα διατάρασσαν όνειρα τον περιοδικό σου θάνατο, τα τερατώδη σύμβολα της τέχνης σου θα χαν ολοσχερώς σωθεί, και αυτό γιατί το ατέλευτο δεν φτάνει μόνο νοητικά να το συλλάβεις αλλά και να συναισθανθείς την απεραντοσύνη του. Πως αυτά τα λόγια δεν άνηκαν ποτέ σε κάποιον ανασφαλή, σε κάποιον προικισμένο, σε ένα ήλιο που εθελοτυφλεί, αλλά στον πιο ανεπιτήδευτο εαυτό, στις γενεές των γενεών της γης και τουρανού.
Τότε θαρχόταν φώτιση, επίγνωση, ανάσα, πες το όπως θες. Τότε τασήμαντο δεν θα οικτίριζε τη γύμνια του – που ναι έτσι δα σημαντική- ούτε τανείπωτο θα εσπάραε σαν κόκκος ορφανός της αμμουδερής ψυχής σου. Τότε δεν θα σε έμελλε, αν τούτο ή το άλλο εχειπωθεί ή οι άνθρωποι, τι μέτρα τους πρέπουν και τι σταθμά, ούτε ναδράξεις κείνη την νοθευμένη ομορφιά του επίπλαστου που σε περιστοιχίζει, τη μπαλωμένη ασκήμια που μέχρι και το άσχημο κατάφερε κι ασχήμυνε.
Τότε οι θάλασσες θα σε κυβέρνααν, άνθρωπε μικρέ, μικρέ όσο το σύμπαν. Τότες η μέρα θάταν φως, πηγαίο, και η νύχτα, το νηνεμικό της πέπλο θα τύλιγε γύρω απ’ τα δυο σου μάτια, να βρουν τα σκαλισμένα τερατάκια σου απάγκιο · να ξενυχτούν το βράδυ στην έρημο που ιχνηλατούν με το αίμα τους οι πρόγονοί σου, οι απανταχού και πάσης φύσεως και χρώματος προγόνοι σου. Τότε ίσως να ωρίμαζες, άνθρωπε ανάλατε, διστακτικέ σαν το ιλαρό πάφλασμα της ζωτικής σου απαξίωσης, να μη ποθούσες από φόβο, να μην φοβόσουνα τους πόθους σου. Ίσως και ο Νους να κουρδιζόταν, τότε, σ’ άλλο κλειδί για τον καθένα, οι μελωδίες που συντίθενται νάτανε σαν φάλτσες, ηδονικές πομπές.
Προσοχή!
Μη φανατσιώνεσαι πανούργε, πεινασμένε εαυτέ, ακόρεστες εκχύσεις, ανούσιες σαρκικές περιφορές, παρατεταμένες εκστατικές κραυγές, κολλώδη σάρκα που ξεχειλίζει νιότη και χώμα, που ξεσκίζεται από ακονισμένα νύχια · μην ονειρεύεσαι πληγές.
Ηδονικές πομπές εραστών φιλιωμένων, απ’ αυτές που αλυχτούν την άνοιξη λυτρώνοντας με τη πνοή τανέμου τους τα ιδρωμένα μέτωπα των εραστών που σε μια στιγμή – ναι, δύο λεπτά νωρίτερα – συμπύκνωσαν το άπειρο, μ’ ένα ρυθμό ιεροτελεστικό, βούτηξαν βαθιά στα μυστικά του Ωκεανού, και κλέψαν, αφού πρώτα, σαν στοργικός πατέρας προσποιήθηκε ότι έκρυψε αυτός, στα βάθη του τα αδιάγνωστα, ο,τι πολύτιμο είχε, που άξιζε όλο το κόπο και την αφοσίωση ν’ αψηφήσουν το μπλε σκοτάδι της επιφάνειάς του και να λουστούν το πιο απαστράπτον φως για να το βρουν, έκλεψαν λέω, εκείνο το πιο μικρό κοράλι, το άτομο, που ζωογονεί την ύλη. Του οργασμού την Ώρα
τα δόντια μπήχτηκαν απαλά στα χείλη, το στόμα μισάνοιχτο, σμιχτά τα φρύδια και τα μάτια κλειστά, έκφραση όμοια του θεού όταν έφτιαξε τη πλάση έχουν αυτές οι ηδονικές πομπές.
Μα μη ξεγελαστείς άνθρωπε ανισόρροπε. Όσο μετράς και συλλογιέσαι τις σελίδες, και αφού αυτό πάντα έκανες και τώρα κάπως άβολο θα ταν να το αλλάξεις· και να φονεύεις, και να μισείς, και να εκδικείσαι και να σπας. Μάθε όμως, επιτέλους, γιατί και με ποιον συγκρούεσαι.
Φωκάς .