Φρικτά ξημερώματα (στην πλατεία Βαρνάβα)

Φρικτά ξημερώματα (στην πλατεία Βαρνάβα)

Τα μούτρα τους χάσκουν

ζευγάρια του λίγο

λάμπουν στον ήλιο

στην πλατεία Βαρνάβα

στο super market

πουλάνε το Άβα

πουλάνε το μήλο

πουλάνε ξυράφια

στενοί οι διάδρομοι

γεμάτα τα ράφια

η υπάλληλος τρέμει

λες και είναι δικό της

μην φύγει τσεπάτη

η sauce για το κρέας

με ακολουθεί,

κάνει πως φτιάχνει

πως τακτοποιεί

τα προϊόντα

φοβάται πως έχω

καλά τα προσόντα

του κλέφτη,

φοβάμαι πως έχω

καλά τα προσόντα

του ψεύτη

που λάμπει στον ήλιο

για να τον δουν

τα κορίτσια

(ακούω στο Φωκά

ακούω στο Γιώργο

ακούω στο Τσίτσια)

αχ, δεν καταλαβαίνουν

δεν ξέρουν πως είναι

να είσαι

ο άλλος

ακούω τα φύλλα που σπάνε και χύνονται

σκέψεις διπλώνονται

ζηλεύω να βλέπω παιδιά

το πρώτο αμήχανο χάδι

γύρω απ΄τα γόνατα

φοβάμαι

στα μούτρα μου

φέγγουν

φρικτά

ξημερώματα.

 

Φωκάς

 

 

 

Author

Το "Φωκάς" του 'μεινε απ' το σχολείο. Παρ' όλα αυτά έχει γίνει τόσο δικό του, ώστε σπανίως γυρίζει το κεφάλι όταν κάποιος θα τον αποκαλέσει με το βαφτιστικό του. Είναι ένας τραγουδοποιός που είναι κοινωνικός λειτουργός, που παίζει κιθάρα, αλλά που θα 'θελε να παίζει τσέλο φορώντας κάτι ανάλαφρο, όπως για παράδειγμα σανδάλια και αμάνικες φαρδιές φανέλες μες στον Χειμώνα. Όταν κανείς δεν κοιτάει ή όταν κοιτάνε όλοι, είναι ποιητής. Κάνει παρέα με σαλιγκάρια και σκυλι(ε)ά, αλλά θα 'θελε να χει μια γάτα. Αρέσκεται στο να απαγγέλλει ποιήματα μιμούμενος τη φωνή του Εμπειρίκου και του Χριστιανόπουλου, εναλλάξ. Θα τον πετύχετε να τριγυρνάει στο Παγκράτι κρατώντας μία ναυλότσαντα Σκλαβενίτη μ' όλα του τα υπάρχοντα, σφυρίζοντας κάποιον οικείο σας σκοπό. Μην φωνάξετε "Γιώργο!", δεν θα γυρίσει...