Τα μούτρα τους χάσκουν
ζευγάρια του λίγο
λάμπουν στον ήλιο
στην πλατεία Βαρνάβα
στο super market
πουλάνε το Άβα
πουλάνε το μήλο
πουλάνε ξυράφια
στενοί οι διάδρομοι
γεμάτα τα ράφια
η υπάλληλος τρέμει
λες και είναι δικό της
μην φύγει τσεπάτη
η sauce για το κρέας
με ακολουθεί,
κάνει πως φτιάχνει
πως τακτοποιεί
τα προϊόντα
φοβάται πως έχω
καλά τα προσόντα
του κλέφτη,
φοβάμαι πως έχω
καλά τα προσόντα
του ψεύτη
που λάμπει στον ήλιο
για να τον δουν
τα κορίτσια
(ακούω στο Φωκά
ακούω στο Γιώργο
ακούω στο Τσίτσια)
αχ, δεν καταλαβαίνουν
δεν ξέρουν πως είναι
να είσαι
ο άλλος
ακούω τα φύλλα που σπάνε και χύνονται
σκέψεις διπλώνονται
ζηλεύω να βλέπω παιδιά
το πρώτο αμήχανο χάδι
γύρω απ΄τα γόνατα
φοβάμαι
στα μούτρα μου
φέγγουν
φρικτά
ξημερώματα.
Φωκάς