Απόλυτες τιμές για την ψυχή
δεν βρήκαν οι επιστήμονες ακόμα,
μα εγώ που βρίσκομαι στου χωρισμού το κώμα
εκλιπαρώ φανατικά αναψυχή.
―Να κοίτα,
μία όμορφη γυναίκα που περνά.
―Κοίτα, σου υπόσχεται μια νέα συμφορά.
Σε βιβλιογραφία για το τραύμα ανατρέχω,
όσες υπάρχουν για το πένθος οδηγίες
τις μάζεψα σ’ ένα ντοσιέ που έχω,
να τις διαβάζω Κυριακές και τις αργίες.
― Δείτε,
πιστός πως έγινα της θλίψης παπαγάλος.
― Ακούστε, ακούστε. Πεθαίνει ένας έρωτας μεγάλος.
Θα ήταν μάταιο, ομολογουμένως,
του δράματός μου να στερήσω τη λαγνεία,
τραβάω (κατακλυζόμενος από ενοχές και μένος)
με τις γυμνές της photos μαλακία.
Ζεστό το σπέρμα
στην κάμαρα αντίχειρα και δείκτη.
Υγρά τα μάτια μου, μπροστά στης κάλτσας της το δίχτυ.
Καπνίζω τα iqos το ένα μετά το άλλο,
υποκατάστατο ακριβό φτηνού καρκίνου,
λες να βρε κάποιον με «σθένος» πιο μεγάλο,
να ξημερώνεται σπίτι αυτού κι εκείνου;
Της ανασφάλειάς μου τη πομπή
ακολουθώ,
δίχως καμία συστολή.
Ως και οι φίλοι, «σχίζουνε ιμάτια»,
τέτοια κλαούνα ολημερίς και μοιρολόι,
ενώ παλιά όλο κοιτούσανε στα μάτια,
τώρα αμήχανα καρφώνουν το ρολόι.
Τους λέω κάτι σαν: «Παιδιά, πάω για ύπνο».
Φεύγουν,
κι ακούω στα κρυφά Μήδε και Ύπο.
Φ.