Η διαδοχή της νύχτας και της μέρας, σαν γέρικο σκυλί σε βόλτα, βουλιάζει τα βαριά της πέλματα, στριγκλιές ακούγονται —και βογκητά απ’ τα μπαλκόνια, η ώρα περασμένη θάναι πάντα, δεν ξέρει το σκυλί και γουργουρίζει, το τρίχωμα, από τη μύτη γύρω έχει γκριζάρει, κάποιος φυτεύει στην αυλή του ένα παιδί, ποτίζειτό· κλαδεύει ό λ η μέρα, μέσα του αγωνιά για την κηδεία —θάναι ο καλός ο κόσμος μαζεμένος; —πόσο πονάω, οι άλλοι θα το βλέπουν; —μην πάει τσάμπα τόσος άρτος —κι αν το κονιάκ όλο το πιούνε, κι ύστερα θέλουν κι άλλο; Μικρές καθ΄μερινές ανησυχίες. Κουράστηκε ο σκύλος απ΄τη βόλτα, μπορεί να μην γνωρίζει αλλά γέρασε, δεν σκέφτεται και όμως λαχανιάζει, στο γήπεδο οι προβολείς ανάβουν, δύο ομάδες και στη μέση ένα κορίτσι, ποιος θα το πιάσει από τη μέση το κορίτσι, βουτάνε τα αγόρια στο τσιμέντο, α γ κ ώ ν ε ς —γ ό ν α τ α — ό λ α μ έ σ α σ τ ο α ί μ α, μία στιγμή κάτω απ΄τη φούστα να κοιτάξουν, παγώνει το κορίτσι από το θέαμα, τόσος χαμός, γιατί· και τόση φρίκη; όλη δική σας είμαι ό λ ω ν, μητέρα σπλαχνική και πόρνη, η διαδοχή της μέρας με τη νύχτα.
Φωκάς