Θα επανέλθουμε ( Venceremos)

Θα επανέλθουμε ( Venceremos)

Θα επανέλθουμε

την ύστατη στιγμή, στον κάμπο

τον στρωμένο από λεπίδια

στις πεδιάδες που πρωτοείδαμε σάρκες γυμνές,

στη θύμηση γαμπών, λευκών, αρμονικών,

θα επανέλθουμε

στο λάκκο να φονεύσουμε τα φίδια .

 

Ο,τι έως τώρα ίπτατο στον αέρα

με μια ορμή συχνοτική ,

με της παλινδρομήσεως τη γνώριμη παντιέρα ,

στη περιδίνηση των ξυπνητών ονείρων ,

ο,τι έως τώρα ανήκε στον αέρα ,

ταγμένοι σε μια υπόσχεση βίαιη, φλογερή,

ο,τι έως τώρα ίπτατο στον αέρα

να επαναφέρουμε στη Γη .

 

Θα επιστραφούμε

στις λάσπες, ως κάπροι ηδονιζόμενοι ,

πρωτόγονοι, παραδομένοι,

όχι στην ειμαρμένη, μα από ένστικτο ορμώμενοι

θα επανέλθουμε ·

για μια άλλη οικουμένη.

 

Τα σώματά μας τραχιά, ηλιοκαμένα, υπέργειες διαβάσεις ειν’ οι γραμμές στα ροζιασμένα χέρια μας, σμιλεύσεις του καμάτου , που εξιστορούν των φλεβικών επάλξεων τη δικαίωση . Οι πόροι, πύρινα στίγματα που ανθούν πάνω στο δέρμα το υδάτινο, η τρίχα μελαψή ή άσπρη απ’ τον ήλιο, μιας άλλη εποχής ενόραση, που τώρα έγινε Τώρα, δια την εκπλήρωση εκείνης της υπόσχεσης · της φλογερής, της βίαιης, στης γείωσης την Ώρα .

 

Θα επανέλθουμε

σαν τις θαλάσσιες χελώνες

στην άπειρη βύθιση τον εντός μας ρέοντος ύδατος

στην απροσμέτρητη ροή του καταρράκτη

Μαινόμενοι

για του παρόντος τη ρευστότητα, για τ’ αδιάγνωστο παιγνίδι ,

που βάλθηκε για οικεία μας

να κτίσει ένα καβούκι –

που τίποτα δεν έταξε

εξόν απ’ το ταξίδι –

 

Θα επανέλθουμε

του ποταμού διεκδικώντας τη πραότητα

τ΄ωκεανού την απεραντοσύνη

– πάντα στις ίδιες τις ακτές –

του λαβυρίνθου, μόνο εμείς, γευόμενοι τα δάση

από της λήθης το πηγάδι ανασύροντας

τη θέση. τη σύνθεση. την άρση ,

θα επανέλθουμε μ’ ορμή ανεγκλόβιστη,

με ορθωμένους πυρσούς , φλογερούς,

από τη γη την άγονη στη γη τη καρπερή,

από το τέλος την αρχή να ξαναβρούμε

 

θα επανέλθουμε,

πίσω να ‘πιστραφούμε .

*O πίνακας ανήκει στον σουρεαλιστή ζωγράφο Marx Ernst και λέγεται ”The Angel of the home or the thriumph of surrealism”.

 

Φωκάς .

 

 

 

 

 

Author

Το "Φωκάς" του 'μεινε απ' το σχολείο. Παρ' όλα αυτά έχει γίνει τόσο δικό του, ώστε σπανίως γυρίζει το κεφάλι όταν κάποιος θα τον αποκαλέσει με το βαφτιστικό του. Είναι ένας τραγουδοποιός που είναι κοινωνικός λειτουργός, που παίζει κιθάρα, αλλά που θα 'θελε να παίζει τσέλο φορώντας κάτι ανάλαφρο, όπως για παράδειγμα σανδάλια και αμάνικες φαρδιές φανέλες μες στον Χειμώνα. Όταν κανείς δεν κοιτάει ή όταν κοιτάνε όλοι, είναι ποιητής. Κάνει παρέα με σαλιγκάρια και σκυλι(ε)ά, αλλά θα 'θελε να χει μια γάτα. Αρέσκεται στο να απαγγέλλει ποιήματα μιμούμενος τη φωνή του Εμπειρίκου και του Χριστιανόπουλου, εναλλάξ. Θα τον πετύχετε να τριγυρνάει στο Παγκράτι κρατώντας μία ναυλότσαντα Σκλαβενίτη μ' όλα του τα υπάρχοντα, σφυρίζοντας κάποιον οικείο σας σκοπό. Μην φωνάξετε "Γιώργο!", δεν θα γυρίσει...