Πώς με κοιτούσε μεσ’ τα μάτια ο ποιητής
πίσω απ’ τα ερέβινα γυαλιά
μ’ ένα ελαφρύ μειδίαμα,
Τι διάολο να γράψω.
Πονά η πλάτη μου φρικτά.
Οι λέξεις και το νόημά τους
τα άκρα ενός συνεχούς,
είμαι καυλωμένος τέντα
απ’ την κορφή ως τα νύχια.
είμαι
η άσχημη ψυχή,
γνωρίζει τον έρωτα
οικειώνεται τη συντριβή
επιφέροντάς τη.
Φωκάς