8 άσκημες εικόνες σε μία σχεδόν άσχημη πόλη

8 άσκημες εικόνες σε μία σχεδόν άσχημη πόλη

Ο Περιπτεράς

Ένας μεσήλικας  περιπτεράς κάθεται, για δέκατη συνεχόμενη ώρα,  στην ίδια φθαρμένη καρέκλα. Κακοχυμένος , με μίαν κενότητα βιολετί, αφήνει ακόμα ένα «ευχαριστώ» να σωριαστεί στο αειθαλές κράσπεδο.

 

Ο εστιαζόμενος

Άνδρας με περιβολή καθώς πρέπει – επαγγελματική – εστιαζόμενος, εστιάζων στο  στέαρ του, δειπνεί μόνος του εις τινό ανθρακί φαγοποτείο.

 

Η άπατρις

Μία γκρι σκιά σιγοκλαίει καταμεσής της Ερμού, γύρω στη μία το βράδυ. Φοράει ένα φαρδύ μπεζ πλεκτό πουλόβερ. Ζωή αξίας 50 λεπτών.

 

Οι κορασίδες

Τρεις κορασίδες, εν ήβη κατακόκκινη, επείσθησαν ότι οφείλουν να καταδικάσουν την  μπλέ φωταύγειά τους . Η περίγυρης του αστικού λεωφορείου τις μέμφεται για το ακριβώς αντίθετο.

 

Ο Αστυνομικός

Νεότευκτος στο αστυνομικό σώμα, περί των είκοσι ετών, με μάτια κίτρινα, σπινθηροβόλα, μάγουλα μεστά, ισχνοκόκκινα ,  ασπάσθηκε περιπαθώς τον νόμο γεμίζοντας το στόμα και τα χέρια του με αίμα.

 

O Καφετζής

Γέρος, με λιγοστές λαδωμένες τρίχες, καθήμενος σε φθαρμένη ξύλινη καρέκλα, τοποθετημένη στην άκρη του αδειανού κίτρινου καφενείου, απόμεινε αποχαυνωμένος μπροστά  στη μαύρη οθόνη. Στους πρόποδες του νικοτινιασμένου μουστακιού του κυλάν – όλες κι όλες-  δύο σταγόνες σάλιο που του απέμειναν.

 

Η ιερόδουλη

Μαύρη κοπέλα με γυμνό το παχύ της στήθος καταπίνει το δύσοσμο σπέρμα του νυχτερινού επισκέπτη. Το κολλώδες διαφανές υγρό γίνεται  γάλα παρθένο και πυκνό για να ταΐσει τ` ασθενικά παιδιά της.

 

Ο οδηγός ταξί

Άνδρας ανέραστος και παρασιτικός, οδηγός ταξί, καυχιέται ότι η γυναίκα είναι μονάχα για πήδημα και σιδέρωμα. Ο παρατεταμένος άγονος βήχας που έπεται της δήλωσης αυτής, τον αναγκάζει να ξεράσει την χολή του, ενώ το μαύρο ματ του εσωτερικού του οχήματος πνίγεται σε λίμνη καφεπράσινη.

 

Φωκάς .

Author

Το "Φωκάς" του 'μεινε απ' το σχολείο. Παρ' όλα αυτά έχει γίνει τόσο δικό του, ώστε σπανίως γυρίζει το κεφάλι όταν κάποιος θα τον αποκαλέσει με το βαφτιστικό του. Είναι ένας τραγουδοποιός που είναι κοινωνικός λειτουργός, που παίζει κιθάρα, αλλά που θα 'θελε να παίζει τσέλο φορώντας κάτι ανάλαφρο, όπως για παράδειγμα σανδάλια και αμάνικες φαρδιές φανέλες μες στον Χειμώνα. Όταν κανείς δεν κοιτάει ή όταν κοιτάνε όλοι, είναι ποιητής. Κάνει παρέα με σαλιγκάρια και σκυλι(ε)ά, αλλά θα 'θελε να χει μια γάτα. Αρέσκεται στο να απαγγέλλει ποιήματα μιμούμενος τη φωνή του Εμπειρίκου και του Χριστιανόπουλου, εναλλάξ. Θα τον πετύχετε να τριγυρνάει στο Παγκράτι κρατώντας μία ναυλότσαντα Σκλαβενίτη μ' όλα του τα υπάρχοντα, σφυρίζοντας κάποιον οικείο σας σκοπό. Μην φωνάξετε "Γιώργο!", δεν θα γυρίσει...