Στο φως η ευαισθησία μου η καινούργια
πλάσμα αλλόκοτο της νύχτας με ‘χει κάνει.
Μοιάζουν οι στίχοι μου σουλάτσα του Ρωχάμη
αγκομαχούν της φυγής τα αλληλούια.
Στο φως της μέρας χαμηλές οι αντιστάσεις
πιο χαμηλές, της ποίησής μου οι πτήσεις.
Σε ξένα σώματα ξοδέματα οι στήσεις
με καποτάκι γνωριμίες και συστάσεις.
Στα όρια της ψυχικής χρεοκοπίας
για ένα σου κέρμα, γυαλίζω με τη γλώσσα
τα λερά των Εξαρχείων πεζοδρόμια.
Του αστερισμού σου, εγώ, τυφλός, παρίας
κομήτης σ’ άγνωστη τροχιά για χρόνια τόσα
μακριά απ’ των χεριών σου τα προνόμια.