Σ’ αυτόν τον ίδιο καναπέ είχαμε καθίσει
κουβέντα μακριά
στρίβαμε τσιγάρα
το κεφάλι πίτα
μου ‘δωσες έμπνευση ρε κερατά
με το πάθος, τις αντιφάσεις, τις ευκολίες σου
γύρισα σπίτι, κι έστρωσα
ένα δικό μας venceremos
«…Θα επανέλθουμε
την ύστατη στιγμή, στον κάμπο
τον στρωμένο από λεπίδια
στις πεδιάδες που πρωτοείδαμε σάρκες γυμνές,
στη θύμηση γαμπών, λευκών, αρμονικών,
θα επανέλθουμε
στο λάκκο να φονεύσουμε τα φίδια…»
για την υγεία σου γνώριζα
έτσι δεν μου ‘κανε έκπληξη
όταν σε είδα
ίσο με τ’ άλλα στο σαλόνι αντικείμενα
το χέρι το απρόσεκτο που θα σε ρίξει
το χέρι το γλυκό που θα σε σπάσει
στον καναπέ που τότε κουβεντιάζαμε
ακουμπούσε