Τα κωλόγατα

Χάνονται τα κωλόγατα

Πηδούν από τον πέμπτο

για να σμίξουν με τα ταίρια τους

Μέσα στη νύχτα την πηχτή

βγάζουν τα μάτια τους

Ή κυνηγώντας κάποιο έντομο απρόσεκτα

γλιστράνε από τα κάγκελα και πέφτουν

πάνω σ’ αμάξια, σε μπετά και λαμαρίνες

Ύστερα βλέπεις τις αφίσες τους  στους τοίχους

Τ’ ακούς στη φαντασία σου να ρονρονίζουν

Το δράμα σκέφτεσαι του ιδιοκτήτη

και γίνεται σμπαράλια η καρδιά σου.

 

Χίλιες φορές να ζήσεις με το πένθος

―αν τώρα τύχει κι είσαι εσύ ο ιδιοκτήτης―

παρά γυρίζοντας στη γειτονιά σου κάποιο βράδυ

τα ίδια μάτια που αγάπησες

πλέον ξένα

μ’ απάθεια φρικτή να σε κοιτάξουν

προτού χαθούνε

και πάλι

στο σκοτάδι.

 

Φ.

 

 

ΑΛΛΕΣ ΔΗΜΟΣΙΕΥΣΕΙΣ

/…/

Σαν από μηχανής θεός να ‘ρθει να σώσει Τα άσωτά...

— Εσύ δεν μπορείς ν' αγαπήσεις κανένα. — Δεν μπορώ....

Ψυχολογία της πούτσας

πονάς βρωμοπούτανο; πονάς αλλά σ’ αρέσει γουστάρεις πουτανάκι εκείνη ούτε πόνο ούτε γουστάρισμα...