Ο Τσίτσης

Ο Τσίτσης

Είδα τον Τσίτση, τον πειρατή, τον γάτο σου,
σε τσαμπουκά που είχε χάσει το ‘να μάτι,
σε αγγελία: Ψάχνει γονείς. Και πάγωσα,
κακό πως ―σίγουρα― θα σου συνέβη κάτι.

Ταβόρ ή Λύρικα. Τις Τρίτες συνεδρία.
Μα τις Τετάρτες μαύρο ρούμι και τσοκό.
Μινορομάντζορο, της τρέλας συγχορδία.
Ένα γαμήσι να ξορκίσει το κακό.

Γλυφό το σώμα σου. Χυμοί σε αφθονία,
είχαν γλιτώσει του θανάτου, αστοχίες,
και νότιζαν τις τρίχες στο μουνί σου,
‘κει που εκφύονταν αδρές δεντροστοιχίες.

Πριν στ’ όνειρό σου κατακόρυφα βουτήξεις,
τα είχες όλα, μέχρι τέλους, οργανώσει,
τώρα δεν θα ‘ψαχνε οικογένεια ο Τσίτσης,
οι «φίλοι», αν δε σ’ είχαμε προδώσει.

 

Φωκάς

Author

Το "Φωκάς" του 'μεινε απ' το σχολείο. Παρ' όλα αυτά έχει γίνει τόσο δικό του, ώστε σπανίως γυρίζει το κεφάλι όταν κάποιος θα τον αποκαλέσει με το βαφτιστικό του. Είναι ένας τραγουδοποιός που είναι κοινωνικός λειτουργός, που παίζει κιθάρα, αλλά που θα 'θελε να παίζει τσέλο φορώντας κάτι ανάλαφρο, όπως για παράδειγμα σανδάλια και αμάνικες φαρδιές φανέλες μες στον Χειμώνα. Όταν κανείς δεν κοιτάει ή όταν κοιτάνε όλοι, είναι ποιητής. Κάνει παρέα με σαλιγκάρια και σκυλι(ε)ά, αλλά θα 'θελε να χει μια γάτα. Αρέσκεται στο να απαγγέλλει ποιήματα μιμούμενος τη φωνή του Εμπειρίκου και του Χριστιανόπουλου, εναλλάξ. Θα τον πετύχετε να τριγυρνάει στο Παγκράτι κρατώντας μία ναυλότσαντα Σκλαβενίτη μ' όλα του τα υπάρχοντα, σφυρίζοντας κάποιον οικείο σας σκοπό. Μην φωνάξετε "Γιώργο!", δεν θα γυρίσει...