Είδα τον Τσίτση, τον πειρατή, τον γάτο σου,
σε τσαμπουκά που είχε χάσει το ‘να μάτι,
σε αγγελία: Ψάχνει γονείς. Και πάγωσα,
κακό πως ―σίγουρα― θα σου συνέβη κάτι.
Ταβόρ ή Λύρικα. Τις Τρίτες συνεδρία.
Μα τις Τετάρτες μαύρο ρούμι και τσοκό.
Μινορομάντζορο, της τρέλας συγχορδία.
Ένα γαμήσι να ξορκίσει το κακό.
Γλυφό το σώμα σου. Χυμοί σε αφθονία,
είχαν γλιτώσει του θανάτου, αστοχίες,
και νότιζαν τις τρίχες στο μουνί σου,
‘κει που εκφύονταν αδρές δεντροστοιχίες.
♦
Πριν στ’ όνειρό σου κατακόρυφα βουτήξεις,
τα είχες όλα, μέχρι τέλους, οργανώσει,
τώρα δεν θα ‘ψαχνε οικογένεια ο Τσίτσης,
οι «φίλοι», αν δε σ’ είχαμε προδώσει.
Φωκάς