Στις επτά πάρα δέκα ακριβώς
έσβησαν αυτομάτως όλα τα φώτα στους δρόμους
(κάποιο αόρατο ραβδί θα τα ρυθμίζει)
Πυκνά σύννεφα κρύβουν σήμερα την ανατολή,
προσποιούνται ένα δραματικό σκηνικό
(και ποιος έχει όρεξη για δράματα, πρωί-πρωί)
Οι πρώτοι μαθητές αρχίζουν να βγαίνουν έξω
για να πάνε μαυροντυμένοι στο σχολείο τους
(άνοιξαν τα σχολεία και μαύρισε ο τόπος)
Οι μεγάλοι δεν μιλούν τέτοια ώρα,
μέχρι να πιούν καφέ έχουν κι αυτοί πένθος
(για τη ζωή τους που ξαστόχησε ή για την Εθνική)
Τα δέντρα στις νησίδες πεθαίνουν από δίψα,
στέκονται σκελετωμένα σαν να τά ’καψε φωτιά
(τι νιώθει άραγε ένα δέντρο καθώς νεκρώνεται;)
«Μ’ ακούς ή τα λέω από μέσα μου;»
φωνάζει κάποιος στο κινητό του_
*γ.π.