ήταν που είχαμε έρθει κοντά, πολύ κοντά, τόσο που ακουμπούσαν οι μύτες και οι κοιλιές μας, πηγαίναμε πακέτο που λένε, ήμασταν κολλητοί, μια οικογένεια, αδελφωθήκαμε, φίλα διακείμενοι ο ένας προς τον άλλο παίζαμε καρπαζιές, σφαλιάρες, τρώγαμε μόνο τα σάλια μας και ψωμί μ’αλάτι, είμασταν κώλος και βρακί⸱
τώρα ο ένας γυμνός κι ο άλλος άδειος θα πρέπει να κρυώνουν, να νιώθουν κάπως άχρηστοι, ο καθένας και μια μεγάλη φλεγμονή, δυσκίνητοι, ανέκφραστοι, ανόρεχτοι, στενοχωρεμένοι.
αν και βεβαίως το κρύο συνηθίζεται, ο αέρας πήζει αν τρέξεις πολύ, όπως για παράδειγμα με ένα ποδήλατο σε κατηφόρα ανάμεσα σε κίτρινα φύλλα⸱
και το να μην ακουμπά τίποτα τη μύτη και την κοιλιά σου συνηθίζεται, κι έχεις εξάλλου δυο χέρια, τι τα ’χεις; και μπορείς κάλλιστα τώρα να φυσάς τη μύτη σου και να ξύνεις τον αφαλό σου μ’ αυτά.
πρίγκιψ κρίνος