Δεν φανταζόμουνα πως έχεις τόσα θέματα
που έκατσες κι είπες στο σκυλί μου τόσα ψέματα
ένα σκυλί που έχει νιώσει εγκατάλειψη
μόλις απέκτησε μια ακόμα προκατάληψη
ένα σκυλί που είχε φοβία με τους άντρες
τώρα γαβγίζει και στους underground ράπερς
κι έτσι στο άκυρο ξημέρωσε μια Τρίτη
κι έλιωσε η λύπη όλα τα έπιπλα στο σπίτι
μέχρι που πέσανε τα φύλλα της μονστέρας
της απουσίας όσο χώνευα το τέρας
και κάπως έτσι της γενιάς μου οι εικοσάρηδες
πήραν πτυχία και το ζουν σαν εξηντάρηδες
αν χρειαστεί πάνε και μόνοι διακοπές
καβατζωμένοι βιταμίνες κι αλοιφές
θα φτάσουν μέχρι τη Σρι Λάνκα ή την Κορέα
για μια κοπέλα που τους μύρισε ωραία
κι αν ναυαγήσει και αυτή τους η ιδέα
θα πάρουν ένα τραπεζάκι απ’ τα ΙΚΕΑ
κι αν πάει κουβά το τελευταίο όνειρό τους
θα φέρνει η wolt πάντα ζεστό το φαγητό τους
εγώ δεν τρώω μα μ’ αρέσει να τα βλέπω
κοιτώ την τρύπα και με νάζι μέσα πέφτω
μόνο που έπαψα ν’ ακούω μουσική
σαν να απέκτησα αλλεργία στη φωνή
και στις ταινίες, σκέψου, βάζω πλέον σίγαση
λες κι έχουν πάθει τα αφτιά μου κάποια ψύχωση
και μου ζητάνε τους δικούς μου μόνο στίχους
μαύρη σκιά και κάνω αντίθεση στους τοίχους
που πάει να πει πως όλα μοιάζουν κάπως γκρι
μια random Τρίτη, μία λύπη, ένα σκυλί.
*Εικόνα: “Chungking Express” (1994)