*Αγνή Β. Μπαγκέρη
Ξυπνά με μια γάζα στα λαιμά της
η πάχνη έξω έχει παγώσει το κορίτσι
ακούει το κελάδι απ’ το παράθυρο
σιγά σιγά θα βγει το σαμιαμίδι απ’ το λαρύγγι με κομμένη την ουρά
_____________βομδαρδισμένοι αμμωνίτες έχουν πλακώσει τα πνεμόνια της
– αναπνέουμ’ ελαφρύτερα εδώ, σε τούτο το κομμάτι γης, με τις ψηλές κορφές του και τα ερίφια, το περιλουσμένο πέλαο
Σ’ ένα μπαράκι τις προάλλες
της θυμίσαν πως είναι τυχερός (άνθρωπος, βεβαίως)
και πως έξυπνος θα λέγεται
αν ξέρει να σιωπά –
ευτυχώς, στις δώδεκ’ ακριβώς
άδειασε το στομαχάκι της
μαζί με τα μαρτίνι
στη λεκάνη
Ξυπνά με τη γάζα στα λαιμά της
τόσα λίτρα κλάμα δύο χρόνια τώρα
κι ακόμη έξω απ’ το νερό
Ξυπνά και δένει τα μαλλιά της
σε κοτσίδες ψηλές και βγαίνει
στις πορείες κι όπου
μιλά κανείς πονώντας
__________(έτσι πράττει και ξεχνά
_________________τη φαγωμένη απ’ τις ενοχές ψυχούλα της)
Μιλιούνια νυχτερίδες ξεκοιλιάζουν το κορίτσι με τ’αρμυρά ματόκλαδα˙
Ξαπλώνει σαν χλόη, σαν πεδιάδα.
