40 χρόνια μετά το 1965 μ.Χ.
Είναι μια πραγματικά τρομερή περίοδος για τη χώρα, επειδή πέρσι το καλοκαίρι κερδίσαμε το ευρωπαϊκό στο ποδόσφαιρο, την προηγούμενη άνοιξη κερδίσαμε την γιουροβίζιον και τώρα είμαστε στον τελικό του γιουρομπάσκετ. Τώρα όλοι θέλουν να γίνουν μπασκετμπολίστες, αλλά εγώ ακόμα προτιμώ τη μπάλα, παρόλο που οι γονείς μου με έχουν γράψει στο μπάσκετ, επειδή φοβούνται μην σπάσω τα πόδια μου. Τα κορίτσια εννοείται πως θέλουν να γίνουν τραγουδίστριες. Τέλος πάντων, ανυπομονώ να δω τον τελικό, γιατί είμαι πολύ εκνευρισμένος με αυτό που έγινε στον ημιτελικό.
Χάναμε από τη Γαλλία για εφτά πόντους, περίπου σαράντα δευτερόλεπτα πριν τελειώσει το παιχνίδι. Ο πατέρας μου δεν πίστευε ότι μπορούσαμε να κερδίσουμε κάπως τον αγώνα, κι έτσι έκλεισε την τηλεόραση για να πάμε επίσκεψη στο νονό της αδερφής μου, μην τυχόν αργήσουμε, είχαμε δρόμο από το Περιστέρι ως τη Φιλοθέη. Γκρίνιαξα, αλλά δεν κατάφερα να περάσει το δικό μου. Ακούσαμε τη μετάδοση του τελευταίου λεπτού από το ραδιόφωνο στο αυτοκίνητο, όπου ο Διαμαντίδης, ο παιχταράς του Παναθηναϊκού έβαλε το τελευταίο τρίποντο, τρία δευτερόλεπτα πριν τελειώσει ο χρόνος. Φυσικά, στην επίσκεψη όλοι μιλούσαν γι’ αυτό, αλλά εμείς είχαμε χάσει όλη τη χαρά, κυρίως τον Σκουντή στην τηλεόραση να λέει ποιος, ποιος, βάλ’ το αγόρι μου.
Κάτι παρόμοιο, βέβαια, είχε γίνει και στην πρεμιέρα του Euro. Αντί να ξεκινήσουμε έγκαιρα για να πάμε στον θείο μου που μας είχε καλέσει στην αυλή του για να ψήσει, αργήσαμε. Τι θα γίνει άμα χάσετε δέκα λεπτά από τον αγώνα είχε πει η μάνα μου περιμένοντας να καλοψηθεί το σουφλέ που έφτιαχνε, κι έτσι χάσαμε το γκολ του Καραγκούνη, άλλος παιχταράς του τριφυλλιού που τότε έπαιζε στην Ίντερ. Οπότε, κι αυτό το άκουσα στο ραδιόφωνο, όλοι στην εθνική πατούσαν κόρνα.
Το Euro είναι νομίζω η πιο έντονη εμπειρία που έχω βιώσει ως τώρα, μακάρι να ήμουν μεγαλύτερος, να έχω βγει στους δρόμους με τους φίλους μου και να πανηγυρίζουμε. Ήταν καλοκαίρι, το Euro γίνεται πάντα καλοκαίρι, και είδα τα υπόλοιπα παιχνίδια στο εξοχικό του παππού στην Κόρινθο με τα ξαδέρφια μου. Καθόμαστε στο ντιβάνι ή στις πλαστικές καρέκλες της βεράντας, βγάζαμε την τηλεόραση έξω και καμιά φορά την κουνάγαμε για να φτιάξει το σήμα, η γιαγιά φτιάχνει πατάτες τηγανητές με μπόλικο αλάτι κι ο παππούς φέρνει κανένα παγωτάκι, αφού τα σύκα στην αυλή δεν είχαν γίνει ακόμα. Στον τελικό, κλαίγαμε από χαρά και αγκαλιαζόμασταν, μέχρι και με τους γείτονες που οι σχέσεις μας δεν είναι και οι καλύτερες, αλλά τέτοιες χαρές είναι νομίζω καλύτερα να τις ζεις με πολύ κόσμο.
Δεν θυμάμαι πότε ακριβώς τσακωθήκαμε με τους γείτονες στο εξοχικό, πριν τρία καλοκαίρια πάντως, στο μουντιάλ του 2002, τα είχα χάσει εντελώς, επειδή στις ειδήσεις έλεγαν ότι συνέλαβαν τον Κουφοντίνα, τον Ξηρό, και τον Γιωτόπουλο, κι εγώ έτρεξα στη γειτόνισσα να ρωτήσω αν συνέλαβαν τα γατιά τους, που ορκίζομαι πως είχαν ακριβώς τα ίδια ονόματα, κι εκείνη έσκασε στα γέλια. Ίσως τότε.
Ούτε καν τη γιουροβίζιον δεν μπόρεσα να πανηγυρίσω, που αν μη τι άλλο είναι μεγάλη επιτυχία. Είχαν μια έξοδο οι δικοί μου και με άφησαν στη γιαγιά και τον παππού, οι οποίοι αφού δέχθηκαν να δούμε αυτή τη χαζομάρα, δεν συζητούσαν καν το ενδεχόμενο να ξενυχτήσουμε για να δούμε τη βαθμολογία. Ξύπνησα το πρωί, βλέποντας σε όλες τις εκπομπές αφιερώματα για τη νίκη της Έλενας Παπαρίζου, με πραγματική λύπη που δεν έζησα αυτό τον εθνικό θρίαμβο. Πρέπει να παραδεχτώ ότι ένιωσα μ α λ ά κ α ς.
Δεν λέω ποτέ αυτή τη λέξη, την είπα μόνο μια φορά στον Δημήτρη, επειδή επέμενε να μείνουμε μετά το διάλειμμα για ποδόσφαιρο, και ένιωσα ότι κανείς άλλος δεν ήθελε να τσακωθεί με την κυρία Φανή. Του Δημήτρη δεν του αρέσει το μάθημα και κάνει ότι μπορεί για να το αποφύγει, παίρνει συνέχεια τιμωρίες και θέλει να παίρνει κι άλλους στον λαιμό του. Από μια πλευρά τον καταλαβαίνω, δεν θέλει να νιώθει μόνος του, αλλά πρέπει να μάθει κι αυτός να υποχωρεί. Φυσικά, όταν τον έβρισα απείλησε να το πει στην κυρία Φανή, και μένα μου ήρθε να βάλω τα κλάματα, όμως τα συγκράτησα και του είπα αν τολμήσει ας γίνει καρφί. Δεν το έκανε, είναι εντάξει παιδί ο Δημήτρης. Θα ήμουν πιο ευτυχισμένος αν παίζαμε ποδόσφαιρο κάθε μέρα, αλλά μας επιτρέπουν να παίζουμε μόνο κάθε Τρίτη και κάθε δεύτερη Παρασκευή με το Γ1. Πραγματικά ζούμε για αυτή την Παρασκευή, αν τύχει να μας πάνε καμιά εκδρομή και χάσουμε το ντέρμπι απογοητευόμαστε τρομερά.
Καμιά φορά σκέφτομαι ότι αντί για ποδοσφαιριστής, θα είχε πλάκα να γινόμουν αθλητικός δημοσιογράφος, επειδή μ’ αρέσει πολύ να περιγράφω αγώνες και σκέφτομαι ότι θα μπορώ να βλέπω όλους τους αγώνες από κοντά. Μια φορά το είπα στην τάξη και η κυρία Φανή είπε πως αν γίνω δημοσιογράφος θα με διαβάζει. Άντε να της εξηγήσω ότι τον Σωτηρακόπουλο δεν τον διαβάζεις, αλλά τον ακούς και μαθαίνεις πάρα πολλά πράγματα για κάθε παίκτη, επειδή έχει άπειρες γνώσεις. Δεν θέλω να παρεξηγηθώ, δεν είμαι ας πούμε σαν τον Ανιάν που δεν παίζει ποδόσφαιρο επειδή φοβάται μη του σπάσουν τα γυαλιά, ούτε σαν τον Ρούφους, που θέλει να είναι διαιτητής, απλά φοβάμαι ότι δεν θα είμαι αρκετά καλός για να γίνω ποδοσφαιριστής, κι έτσι θέλω να έχω εναλλακτικές.
Άλλωστε, οι δικοί μου με έχουν γράψει στο μπάσκετ. Έχουν πλάκα οι προπονήσεις γιατί δεν είναι και τόσο αυστηρές, ο κύριος Γιώργος, ο προπονητής μιλάει για το στοίχημα με κάτι μπαμπάδες και κυρίως μας αφήνει να παίζουμε διπλό. Άμα όμως κάνουμε βλακείες, μας βάζει “καμικάζι”, που σημαίνει να τρέχεις πολύ γρήγορα το γήπεδο πάνω κάτω και να ακουμπάς τις γραμμές. Η αλήθεια είναι πως οι γραμμές έχουν ξεθωριάσει και λίγο, εμείς παίζουμε στα ανοιχτά του Περιστερίου, αλλά η ομάδα έχει κι ένα τεράστιο κλειστό γήπεδο με μεγάλες εξέδρες και φώτα που δεν έχουν ούτε σε θέατρα, επειδή παλιά έπαιζε στην πρώτη εθνική, μα τώρα δεν είναι τόσο καλή.
Μια μέρα, ο προπονητής μάς είπε ότι θα παίζαμε φιλικό παιχνίδι στο κλειστό για πρώτη φορά. Δεν μας αποκάλυπτε με ποια ομάδα θα παίζαμε, θα ήταν έκπληξη. Εγώ χωρίς υπερβολή δεν κατάφερα να κλείσω μάτι, όλο το βράδυ στριφογύριζα στο κρεβάτι μου και έβλεπα ζωντανούς εφιάλτες. Σηκώθηκα πρωί πρωί για να φάω πρωινό, φόρεσα την στολή της ομάδας και κατέβηκα στο αμάξι να περιμένω τον πατέρα μου. Τελικά, δεν θα φανταστείτε τι είχε συμβεί, είχε καλέσει την κοριτσίστικη ομάδα του Παναθηναϊκού! Ήταν κοπέλες σίγουρα τρία τέσσερα χρόνια μεγαλύτερες από εμάς.
Στην αρχή δεν θέλαμε καθόλου να παίξουμε, όμως, ο κύριος Γιώργος μάς είπε πως αν είμαστε τίποτα κότες, θα ενημερώσει τον προπονητή του Παναθηναϊκού να γυρίσουν πίσω. Τότε κοιταχτήκαμε με τους συμπαίκτες μου, και πήρα τον λόγο την ώρα που ο κύριος Γιώργος μας γύρισε την πλάτη. Του είπα ότι θα παίζαμε και μάλιστα θα δείχναμε σε αυτά τα κορίτσια πώς παίζεται το μπάσκετ, έτσι ακριβώς!
Βέβαια, νομίζω πως οι κοπέλες το είχαν πάρει πιο σοβαρά από εμάς και έβαζαν το ένα καλάθι μετά το άλλο. Εγώ παίζω άσσος και έπρεπε να μαρκάρω την δική τους πλέιμεικερ, η οποία ήταν σχεδόν ένα κεφάλι ψηλότερη από μένα και είχε σχεδόν κανονικά βυζιά. Ως τα μέσα της δεύτερης περιόδου την είχα ερωτευτεί, ήταν πάρα πολύ καλή και δεν μπορούσα να της κλέψω την μπάλα με τίποτα. Το όνομα της ήταν Νίκη, το άκουσα από τον προπονητή που της έδινε συνεχώς οδηγίες, ήταν προφανώς το μυαλό της ομάδας. Έτσι, αναγκάστηκα να πέφτω πάνω της με αυτοθυσία, κυρίως για να δώσω το σύνθημα της αντεπίθεσης στους συμπαίκτες μου, αλλά και για να μη νομίζει ότι είμαι κανένας άχρηστος. Τελικά χάσαμε με δέκα πόντους διαφορά και μετά το ματς πλακωθήκαμε μεταξύ μας, αλλά στην πραγματικότητα δεν έφταιγε κανείς άλλος πέρα από τον προπονητή που δεν φρόντισε να μας προετοιμάσει. Τη Νίκη δεν την έχω ξαναδεί από τότε.
Τα αγόρια παίζουν ξύλο καμιά φορά, πλακώνονται έτσι για πλάκα, εγώ δεν πάω. Προτιμώ να μιλάω με τον Σταύρο για ποδόσφαιρο και για χώρες. Όλοι ξέρουν ότι μαθαίνεις γεωγραφία από το ποδόσφαιρο. Θα ήθελα πολύ να πάω να δω τον Παναθηναϊκό από κοντά σε κάποιον αγώνα στην Ευρώπη, αλλά εδώ δεν έχω πάει ακόμα στο εξωτερικό. Από τους συμμαθητές μου έχουν πάει σχεδόν όλοι, ακόμα κι ο Δημήτρης που δεν ξέρει ποια είναι η πρωτεύουσα της Πορτογαλίας, νομίζει ότι είναι το Πόρτο επειδή έχει καλύτερη ομάδα από τη Λισαβώνα. Πιστεύω ότι σύντομα θα πάω κι εγώ ένα ταξίδι στο εξωτερικό, αλλά κάθε φορά που το αναφέρω η μάνα μου λέει ότι είμαι ανικανοποίητο άτομο.
Η αλήθεια είναι ότι πηγαίνουμε αρκετές εκδρομές με το αυτοκίνητο, κυρίως τα Σαββατοκύριακα. Άλλες φορές μένουμε ένα βράδυ, κι άλλες γυρνάμε «αυθημερόν». Έχει πλάκα στο αυτοκίνητο γιατί μιλάμε οικογενειακώς, αν και η αδερφή μου δεν λέει πολλά, ίσως επειδή είναι μόνο τεσσάρων, ως τα τρία της δεν μιλούσε καθόλου, είχαμε τρομάξει. Όταν δεν μιλάμε, τότε παίζει μουσική. Κατά καιρούς κυκλοφορούν διάφοροι δίσκοι στο αυτοκίνητο, είναι νομίζω δώρα από εφημερίδες, κόμπακτ ντισκ κλαμπ και τα λοιπά, αλλά υπάρχουν τρεις που παίζουν πάντα: ένας των Scorpions, ένας του Ρέμου κι ένας του Άσιμου. Η μάνα μου δυσανασχετεί όταν ο πατέρας μου βάζει Άσιμο, αλλά εκείνος κρυφογελάει όταν φωνάζω με βραχνή φωνή «βαρέεεθηκα», το βλέπω απ’ τον καθρέφτη.
Δεν κάνω, βέβαια, πάντα πράγματα που ευχαριστούν τον πατέρα μου. Για παράδειγμα, ήθελε να διαβάσω το «Ένα παιδί μετράει τ’ άστρα» κι ύστερα «Τη φόνισσα», αλλά δεν μπορούσα να συγκεντρωθώ καθόλου, ήθελαν πολλή προσπάθεια, γι’ αυτό συνέχισα να διαβάζω με μανία τις ιστορίες των «Άπαιχτων Μπαλαδόρων» και των «Μυστικών 7». Ομολογώ ότι το τελευταίο με έχει επηρεάσει πολύ στην καθημερινότητά μου και αντιμετωπίζω τα πάντα σαν μυστήρια που αναζητούν λύση, κάτι που ενίοτε με εξαντλεί.
Έχω παρατηρήσει ότι δυσκολεύομαι να συγκεντρωθώ σε κάτι που δεν ξέρω καλά. Ας πούμε, ο Σταύρος με κάλεσε σε ένα τουρνουά σκάκι –εκείνος πηγαίνει σε όμιλο, ενώ εγώ παίζω μόνο μαζί του και με τον πατέρα μου– αλλά έχασα από τους έξι από τους επτά αντιπάλους μου. Το παιχνίδι που κέρδισα ήταν απέναντι σε ένα παιδί που πρέπει να έπαιζε πρώτη φορά, αλλά τελικά χρειάστηκα και λίγη τύχη. Μετά από αυτή την αποτυχία πείσμωσα και υποσχέθηκα στον εαυτό μου να γίνω ο καλύτερος παίκτης σκάκι στην Ελλάδα, όταν όμως έμαθα ότι απαιτεί μελέτη για να μάθεις ανοίγματα, τα παράτησα σχετικά γρήγορα.
Εκεί που δεν τα παρατάω είναι στο να προσπαθώ να αλλάζω τη γνώμη των γονιών μου σε πράγματα που δεν μου αρέσουν. Για παράδειγμα, δεν με αφήνουν να κοιμηθώ στο σπίτι κάποιου φίλου μου. Εγώ ζηλεύω όταν έρχονται τη Δευτέρα στο σχολείο και λένε όλα τα πράγματα που έκαναν μέσα στο βράδυ, ας πούμε να παίζουν κρυφά playstation ως τα ξημερώματα, ή να κάνουν φάρσες ο ένας στους θείους του άλλου, αλλά δεν το δείχνω, γιατί αν φανερώσεις τα συναισθήματά σου γίνεσαι αδύναμος. Έτσι έλεγε ο Λεόν, ο αρχηγός των «Άπαιχτων Μπαλαδόρων» και συμφωνώ. Μόνο μπροστά στους γονείς σου επιτρέπεται να είσαι λίγο αδύναμος, αυτό το λέω εγώ.
Οπωσδήποτε, στα βιβλία βρίσκεις φοβερές φράσεις που χρησιμεύουν για ατάκες, όμως δεν μπορώ να τις απομνημονεύσω, κι ακόμα κι εκείνες που μένουν στο μυαλό μου, δεν μου έρχονται την ώρα που πρέπει. Βέβαια, η δασκάλα μου διαφωνεί σε αυτό, είπε στην ενημέρωση γονέων πως είμαι ετοιμόλογος, μερικές φορές υπερβολικά ετοιμόλογος. Στην πραγματικότητα, είμαι αρκετά δειλός, ειδικά με τα κορίτσια.
Θα προτιμούσα να είμαι ο Γιώργος Θαλάσσης, να κάνω αποστολές σε ξένες χώρες, να δοκιμάσω επιτέλους έναν χουρμά, να σώζω όμορφα κορίτσια που μετά θα με αγαπάνε. Πολλές φορές σκέφτομαι μια ηρωική πράξη για να με προσέξουν, κυρίως επειδή ντρέπομαι να τους μιλήσω. Για παράδειγμα, όταν είμαι στην παραλία δεν βρίσκω τα λόγια για να πλησιάσω ένα κορίτσι και βαθιά μέσα μου θέλω να ακούσω κάποια να λέει «πνίγομαι», και τότε να πάρω τη σανίδα μου και να τρέξω να τη σώσω.
Από την άλλη, μια διάσωση έχει πολλά πράγματα που πρέπει να λάβεις υπόψη, μπορεί δηλαδή το άτομο που πνίγεται να πνίξει κι εσένα κατά λάθος, όπως ο σκορπιός με τον βάτραχο, να σε πάρει κι εσένα μαζί του, άσε που μπορεί να πάθεις μια κράμπα την ώρα που κολυμπάς προς τα εκεί. Εκτός των άλλων, δεν ξέρω να κάνω τεχνητή αναπνοή, άρα πολλές φορές σκέφτομαι ότι μπορεί να κάνω το δύσκολο μέρος της διάσωσης και να δώσει άλλος το φιλί της ζωής. Ε, αυτό θα ήταν άδικο! Άσε που σε μερικές παραλίες υπάρχει ναυαγοσώστης, ακριβώς επειδή είναι πολύ επικίνδυνες.
Ας πούμε στην Κρήτη που πήγαμε, οι θάλασσες αυτές έχουν ρουφήξει κόσμο, αυτό μου το είπε η μάνα μου που μεγάλωσε εκεί και ξέρει. Γενικά, δεν την πιστεύω σε όλα, γιατί έχω διαπιστώσει ότι σε ορισμένα πράγματα υπερβάλλει από τον φόβο της ότι θα αποτολμήσω κάτι τρελό, δεν έχει καταλάβει ακόμα ότι δεν κάνω τίποτα επικίνδυνο.
Στην Κρήτη πήγαμε για έναν γάμο, παντρευόταν μια ανιψιά της. Η νύφη ήταν μικρή, δεκαοκτώ χρονών, είχε λίγο πάνω από τα διπλά μου χρόνια και ήταν πολύ όμορφη. Εμένα όμως, βασικά, μου άρεσε η Μιχαέλα, που ήταν σίγουρα μεγαλύτερή μου, αλλά όχι και τόσο πολύ. Ήταν ψηλή, ψηλότερη από μένα, μελαχρινή και τα μακριά μαλλιά της ήταν ολόισια, λες και την χτένιζαν όλο το βράδυ. Όλοι οι θείοι και οι θείες μου έλεγαν να σηκωθώ να χορέψω στο γλέντι του πρόγαμου, αλλά, είχα τόσο μαγευτεί απ’ όσα πρωτόγνωρα συνέβαιναν γύρω μου –φώτα τριγύρω, σαλιγκάρια στα πιάτα, πυροβολισμοί στον αέρα– που δεν μπορούσα να βρω το κουράγιο, γι’ αυτό αποφάσισα ότι θα χόρευα μαζί της το βράδυ του γάμου.
Δυστυχώς, την επόμενη μέρα ξυπνήσαμε από πένθιμες καμπάνες. Εγώ δεν μπορούσα να καταλάβω τη διαφορά στον τρόπο που χτυπάνε οι καμπάνες, μου το εξήγησε η θεία Βαγγελιώ, κι έτσι όλοι τρέξαμε να μάθουμε τι έγινε. Το προηγούμενο βράδυ, ένας θείος της νύφης ξενύχτησε με τον γαμπρό και τους κουμπάρους, οδήγησε από τη μια άκρη του νησιού ως την άλλη μεθυσμένος, κατάφερε να γυρίσει στο σπίτι του, αλλά έπεσε από την εσωτερική σκάλα με το κεφάλι. Και σκοτώθηκε. Κι έτσι, το βράδυ στον γάμο δεν χορέψαμε, παρά μόνο ένα χορό συμβολικό, για το καλό, αλλά με τι καρδιά να σηκωθείς να χορέψεις, πόσο μάλλον να μιλήσεις σε ένα κορίτσι, μετά από ένα τέτοιο τραγικό γεγονός;
ι. σμιθ