Σιχαινόταν τα ταξίδια. Ακόμη περισσότερο σιχαινόταν τα ταξίδια την περίοδο των γιορτών. Παραμονές Χριστουγέννων και Πρωτοχρονιάς, Καθαρά Δευτέρα, Πάσχα, Δεκαπενταύγουστο, εθνικές επετείους, στριμωγμένος στα πίσω καθίσματα, με κοντά παντελονάκια ή μάλλινα, χειροποίητα πουλόβερ να του γρατζουνούν το δέρμα, μετρούσε πόσα κόκκινα, κίτρινα, άσπρα και μπλε αυτοκίνητα διέσχιζαν τους δρόμους. Μετά τα είκοσι κεράκια στην τούρτα, κολλημένος πίσω από το τιμόνι του οδηγού για ώρες, να τεντώνει και να σφίγγει τα δάχτυλα των χεριών του, καταπίνοντας αμάσητες εκατοντάδες βρισιές που ήθελε να ξεστομίσει καθώς πάταγε γκάζι-φρένο στο ποτάμι των αυτοκινήτων πριν και μετά από τα διόδια. Τη μέρα της εκάστοτε γιορτής έπαιρνε θέση γύρω από το υπερφορτωμένο τραπέζι, προσπαθούσε να υπολογίσει πόσες θερμίδες θα λάμβανε σε κάθε μπουκιά και πόσα χιλιόμετρα έπρεπε να τρέξει στο διάδρομο του γυμναστηρίου για να τις κάψει, κλαρίνα, τσαμπούνες, ούτια και βιολιά του τρυπούσαν τα αυτιά μαζί με έναν ορυμαγδό από κλασικές-εικονογραφημένες ατάκες που εκσφενδονίζονταν κατά ριπάς από τα μπουκωμένα στόματα θείων και ξαδέλφων. Φάε λίγο, σαν το σκήνωμα του Όσιου Ονούφριου έγινες, πες στην ξαδέρφη σου να το ράψει, έβαλε τουλάχιστον πέντε κιλά από πέρσι, τι τα θες δύο σκυλιά σε ένα δυάρι, σε λίγο δεν θα χωράς από τη βρώμα τους, γιατί δεν έχεις παντρευτεί ακόμα, μια ζωή λογιστής θα είσαι, πώς και δεν αλλάζεις γραφείο για να παίρνεις καλύτερο μισθό, δεν πιστεύω να έκανες εμβόλιο και να σου έβαλαν το τσιπάκι, να τους προσέχεις του ιλουμινάτι, είναι παμπόνηροι, τι θα γίνει πια με όλους αυτούς τους λάθρο, στο τέλος θα γκρεμίσουν όλες τις εκκλησίες για να τις κάνουνε τζαμιά, έλεος αυτοί οι γκέι, πόσα δικαιώματα θέλουν ακόμα, είχαμε και εδώ στο χωριό τέτοιους στην εποχή μου, τους έριχναν ένα ξεγυρισμένο βρωμόξυλο και τους διαολόστελναν, εκείνες ήταν εποχές, κοιμόμασταν με ανοιχτά παράθυρα, αχ ρε Γιώργο Παπαδόπουλε, έφυγες νωρίς.
Εκείνος παρέμενε αμίλητος. Φανταζόταν πως έβαζε κερί στα αυτιά για να αποφύγει τις σειρήνες, πάσχιζε να κρατά σφραγισμένο το στόμα του κι έφτυνε τις λέξεις από τη γλώσσα του μαζί με τα κουκούτσια από τις ελιές. Τι θα κέρδιζε αν πιανόταν στα χέρια με τον φασίστα ξάδερφο; Περισσότερο από όλα όμως σιχαινόταν το ταξίδι της επιστροφής. Άγνωστο γιατί, μα κάθε φορά που διέσχιζε τα τελευταία χιλιόμετρα, παρ’ όλη τη λύτρωση που τον πλημμύριζε καθώς άφηνε πίσω τις σκιές της επαρχίας, παρατηρούσε από τον καθρέφτη του αυτοκινήτου τις σύντομες διακοπές να αργοσβήνουν μαζί με το κυριακάτικο ηλιοβασίλεμα κι ένα φούσκωμα, βαρύ σαν γκρίζος ελέφαντας, θρονιαζόταν πάνω στο στέρνο και το στομάχι του. Ίσως αν σταματούσε στην άκρη του δρόμου, έφερνε τα χέρια μπροστά στο πρόσωπό του και έβαζε τα κλάματα να ξεφούσκωνε η μελαγχολία. Δεν το έκανε ποτέ.
Εκείνο το Πάσχα τον κάλεσαν ξανά στο χωριό για τις γιορτές, η μητέρα του επέμενε πως έπρεπε να πάει. Ίσως αυτό να είναι το τελευταίο Πάσχα του παππού, δεν γίνεται να λείπεις. Η παρέα του θα σκόρπιζε για τις διακοπές, έξυπνη δικαιολογία δεν γεννιόταν στο μυαλό του όσο κι αν το έστυβε, φύσηξε, ξεφύσηξε, έσφιξε τα δόντια, έριξε μερικές αλλαξιές ρούχα στον σάκο, κλείδωσε τα σκυλιά στα κλουβιά μεταφοράς τους, κατέβασε τις πολυβιταμίνες του μαζί με μια φρεσκοστυμμένη πορτοκαλάδα, σε μια ύστατη προσπάθεια να προετοιμάσει τον εαυτό του για το φετινό μαρτύριο, έλαβε θέση πίσω από το τιμόνι και πήρε τον γνώριμο δρόμο για το χωριό. Σαν έφτασε, μετά από ατελείωτες ώρες μποτιλιαρίσματος στην εθνική, το πρόσωπό του συννέφιασε μόλις ελευθέρωσε τα σκυλιά στην πίσω αυλή με τις λεμονιές, ξεφόρτωσε το αυτοκίνητο, κάθισε στο ντιβανομπάουλο του σαλονιού, σταύρωσε τα χέρια μπροστά από το στήθος κι έμεινε εκεί, αμίλητος, για ώρες. Έχω λίγο συνάχι αυτές τις μέρες, μουρμούριζε μόλις τον πλησίαζαν θείες, ανίψια και γειτόνισσες να τον ασπαστούν για το καλωσόρισμα, την ίδια πρόφαση πιπίλισε το βράδυ της Μεγάλης Πέμπτης σαν άκουσε την πρόταση να πάνε όλοι μαζί στην εκκλησία για τη λειτουργία, κλειδώθηκε στο δωμάτιό του με αχνιστό χαμομήλι στην κούπα με το ραγισμένο χερούλι και μια κομπρέσα να κρυώνει αφημένη στο περβάζι. Την επομένη μέρα, δεν κατάφερε να αποφύγει τον επιτάφιο παρ’όλες τις προφάσεις που σκαρφίστηκε.
Φόρεσε το πουκάμισο, τσάκιση δεν ξεχώριζε πάνω του, γαμπρός, γαμπρός, ευκαιρία να δεις καμιά κοπέλα τώρα στην περαντζάδα, τριάντα χρονών είσαι πια, καιρός να βρεις παπούτσι από τον τόπο σου, μη τυχόν και γεροντοπαλικαρέψεις σαν άλλους κι άλλους στο χωριό, κελαηδούσε η θεία του όση ώρα περίμενε τους υπόλοιπους να ετοιμαστούν, μονάχα ο παππούς δεν θα ερχόταν στην εκκλησία, η υγρασία τρυπά τα κόκαλά του κάθε χρόνο τέτοια εποχή, καθόταν στη γνωστή πλαστική καρέκλα του μπροστά από την τηλεόραση. Άξαφνα ο παππούς σηκώθηκε, πλησίασε τα ράφια στην άκρη του σαλονιού, οι πατούσες του ξεκόλλησαν από τις φθαρμένες δερμάτινες παντόφλες σαν στάθηκε στις μύτες των ποδιών του για να κατεβάσει από το ράφι την κορνίζα με τη φωτογραφία της γιαγιάς, πλησίασε το παράθυρο που έβλεπε στον κεντρικό δρόμο του χωριού, το άνοιξε, στερέωσε την κορνίζα στο περβάζι και έβαλε δίπλα της ένα ποτήρι του κρασιού, με ένα αναμμένο κερί μέσα του. Τι κάνεις εκεί παππού, τον ρώτησε εκείνος, κλείσε τα τζάμια θα πουντιάσεις, ο γέρος έγνεψε αρνητικά. Κάθε χρόνο τέτοια μέρα εδώ στεκόταν εκείνη, ρουφούσε τις μυρωδιές από τα λουλούδια και τα λιβάνια κι έλεγε πως είμαστε τυχεροί που περνά έξω από το σπίτι μας ο επιτάφιος, χρειαζόμαστε την ευλογία του για να ‘χουμε καλή Ανάσταση. Πρέπει και φέτος να είναι στο περβάζι και ας έχει μείνει μόνο η φωτογραφία της. Μπορεί να μην πιστεύω σε ιστοριούλες με άγια πνεύματα, ένα γέρο Θεό με γενειάδα να μας κοιτούν από ψηλά, τρισάγια και ευλογίες από παπάδες αλλά δεν ξέρεις, καμιά φορά σπάει ο διάολος – ή ο Θεός;– το ποδάρι του και γίνεται η Ανάσταση, δεν θέλω εκείνη να μου γκρινιάζει πως δεν πήραμε την ευλογία από τον επιτάφιο την τάδε ή τη δείνα χρονιά. Εκείνος δεν απάντησε στον παππού, ακολούθησε το σμήνος του σογιού του ως τον περίβολο της εκκλησίας. Ύστερα από ώρα, όταν η πομπή πέρασε μπροστά από το σπίτι τους, στάθηκε για λίγο και παρατήρησε τον γέρο. Καθόταν στο περβάζι και παρατηρούσε το πλήθος, το φως του κεριού πλημμύριζε τις ρυτίδες και τις αυλακιές στη δεξιά πλευρά του προσώπου του, η άλλη έμενε σκοτεινή, μουρμούριζε, προσευχές ή μήπως κάτι άλλο; Οι ψίθυροι δεν έφτασαν στα αυτιά του. Η πομπή του επιταφίου συνέχιζε να προχωρά, καλοντυμένοι χωριανοί έψαλλαν φαλτσάροντας ψαλμούς και τροπάρια, εκείνος στεκόταν αμίλητος, ώμοι και πλάτες τον σκουντούσαν και έτσι αναγκάστηκε να ανοίξει το βήμα του. Την άλλη μέρα δεν ακολούθησε τους υπόλοιπους στην εκκλησία για την Ανάσταση έκατσε στο σπίτι και έπαιζε πρέφα με τον παππού καθώς η τηλεόραση πρόβαλε μια εκπομπή με τραγουδιστές και ηθοποιούς που τραγουδούσαν στο στολισμένο στούντιο. Στο γλέντι της Κυριακής έκατσε δίπλα στον παππού, προσπαθούσε να ρουφήξει όσες ιστορίες δεν του είχε μοιραστεί κοντά τριάντα χρόνια, πώς έμοιαζε η ζωή στο χωριό τον προηγούμενο αιώνα, το προξενιό με τη γιαγιά του και όσες άλλες αναμνήσεις δεν είχαν ακόμη ξεθωριάσει από τη μνήμη του γέρου. Τι καλά έκανες κι έκατσες μαζί μου φέτος, μικρέ, πολύ το ευχαριστήθηκα, κρίμα να μην έρχεσαι πιο συχνά να με βλέπεις, ο χειμώνας στο χωριό είναι πιο δύσκολος τώρα που έφυγε η γιαγιά σου, του είπε λίγο πριν αρχίσει να φέρει πατέρας του το αρνί από τη σούβλα. Τη Δευτέρα το απόγευμα, πριν φύγει για τη μεγάλη πόλη, έσφιξε στην αγκαλιά του τον παππού και του υποσχέθηκε πως θα ερχόταν το καλοκαίρι να τον δει. Καθώς πλησίαζε στο σπίτι, κοίταξε για ακόμα μια φορά το ηλιοβασίλεμα από τον καθρέφτη, ο γκρίζος ελέφαντας θρονιάστηκε ξανά στο στήθος του, λίγο πιο βαρύς από τις προηγούμενες χρονιές.
*Δαμιανός Αγραβαράς
**εικόνα: José Orozco, The Franciscan, Λιθογραφία, 1929.