Δαμιανός Αγραβαράς
Κολυμπούσα σε μια θάλασσα από ζεστό σιρόπι. Μετά ξύπνησα. Είχα γεμίσει σάλια το μαξιλάρι και έτριζε η κοιλιά μου. Δεν φταίω εγώ, η μαμά φταίει. Έχει γεμίσει το σπίτι με όλα αυτά τα γλυκά κι όποτε πάω να δοκιμάσω ουρλιάζει. «Μην αγγίξεις τίποτα ως την Κυριακή, είναι μεγάλη μέρα, πρέπει να είναι όλα άψογα». Προσπαθώ να κρατηθώ και κάθε φορά που περνάω από την κουζίνα σφραγίζω τα μάτια μου και κάνω ότι δεν βλέπω όλα αυτά τα ταψιά με τις πίτες, τα γαλακτομπούρεκα και τη γαβάθα με το χαλβά. Χτες πήγα να αγγίξω ένα ψιχουλάκι σιμιγδάλι, τι το ήθελα; Με είδε η γιαγιά, γούρλωσε τα μάτια της τόσο που φοβήθηκα μην τυχόν και την έφαγε ο κακός ο λύκος. Δεν ήθελα να ρωτήσω γιατί μεγάλωσαν τόσο πολύ τα μάτια της και γιατί έβγαλε κι άλλες τρίχες στο μουστάκι της, μην την πάθω κι εγώ σαν την Κοκκινοσκουφίτσα, αλλά μετά η γιαγιά άρχισε να μου φωνάζει να μην χαλάσω το χαλβά και να λέει το γνωστό της ποιηματάκι. Ησύχασα γιατί πείστηκα ότι είναι πράγματι η γιαγιά μου κι όχι ο κακός λύκος. Γιατί η γιαγιά η δικιά μου δεν ξέρει πολλά ποιήματα, ούτε καν αυτό που μας έχει μάθει η δασκάλα στο σχολείο: «Της πατρίδας μου η σημαία έχει χρώμα γαλανό και στη μέση χαραγμένο έναν κάτασπρο σταυρό». Η γιαγιά συνήθιζε να επαναλαμβάνει σαν υπνωτισμένη ένα άλλο: «Τριάντα τρία χρόνια. Τριάντα τρία γράφει η ταυτότητα». Μόνο αυτό λέει με λυπημένο ύφος. Εγώ έψαχνα καιρό να βρω τι είναι αυτή η «ταυτότητα». Ρώτησα τον μπαμπά, μου είπε ότι είναι ένα χαρτί που λέει ποιος είναι ποιος. Μετά τον ρώτησα αν η ταυτότητα της μαμάς γράφει τριάντα τρία χρόνια αλλά εκείνος γέλασε και είπε ότι η μαμά έχει καβατζάρει τα σαράντα και είναι έτοιμη για το παλαιοπωλείο. Η γιαγιά μουρμούριζε για την ταυτότητα της θείας μου της Άννας, της αδερφής της μαμάς, γιατί είναι μεγαλοκοπέλα και θα μείνει μόνη της. Αλλά και μόνη να μείνει τι πειράζει; Η θεία Άννα είναι τόσο γλυκιά και μυρίζει σαν γιασεμί και λεμόνι γιατί κάθε φορά που ράβει ένα ρούχο το ψεκάζει με «Μυρτώ» πριν το δώσει στις πελάτισσές της. Ψεκάζεται κι εκείνη για να περνάς από δίπλα της και να της λες «μοσχοβολάς, Αννούλα». Βέβαια, η γιαγιά το σταμάτησε το ποιηματάκι της γιατί η θεία Άννα βρήκε γαμπρό. Θα τον παντρευτεί, θα μείνουν μαζί στο παλάτι-τριάρι του, Μπενάκη και Μεθώνης γωνία, θα κατεβάζει δροσιά ο Στρέφης και δεν θα σιγοβράζουν κάθε καλοκαίρι όπως εμείς εδώ στου Γκύζη επειδή επέμενε ο προκομένος ο πατέρας μου να θαφτούμε σε αυτή την χαβούζα για να είμαστε δυο βήματα από το γήπεδο του Παναθηναϊκού, θα ζήσουν αυτοί καλά κι εμείς καλύτερα. Αυτά λέει η γιαγιά μου.
— Έβαλες τα παπούτσια σου;
— Ναι, μαμά.
— Έλα στην κουζίνα να με βοηθήσεις.
Η αλήθεια είναι πως με στενεύουν αυτά τα μαύρα λουστρίνια. Μόνο Χριστούγεννα και Πάσχα τα φοράω και είναι σκληρά, τα δάχτυλά μου χτυπάνε στο μπροστινό μέρος των παπουτσιών και με πονάνε. Πριν τρεις μέρες, στο «Μινιόν» ρώτησα τη μαμά αν μπορούσα να πάρω καινούργια καλά παπούτσια αλλά η μαμά είπε πως ήδη κάναμε πολλά έξοδα για τον αρραβώνα της θείας Άννας. Δεν πειράζει όμως για τα παπούτσια αφού πήραμε το παλτό. Το καναρινί παλτό. Κρέμεται τρεις μέρες στη ντουλάπα, είναι τόσο ζεστό και μακρύ, καλύπτει τα πόδια μου μέχρι τα γόνατα. Αρέσει πολύ και στην μαμά, όταν το είδε ρώτησε την υπάλληλο πόσο κάνει και φάνηκε σκεπτική. Εγώ την είχα ρωτήσει πιο παλιά αν η οικογένειά μας είναι φτωχή. «Όχι αγάπη μου. Απλά τον τελευταίο καιρό είμαστε κάπως στενάχωρα», απάντησε. «Στενάχωρα». Είμαστε, αλήθεια, στεναχωρημένοι; Εγώ καθόλου, ούτε η μαμά, μονάχα ο μπαμπάς είναι στεναχωρημένος. Από τότε που κάτι κύριοι με στολή μπήκαν στα παλιά ανάκτορα καβάλα σε κάτι τενεκέδες και φυσάει και ξεφυσάει επειδή δεν έχουμε Βουλή και Σύνταγμα. Αλλά μια χαρά είναι η Βουλή, όρθια, στη θέση της πάνω από το Σύνταγμα, στη θέση τους και οι τσολιάδες απέξω, τους έχω δει πολλές φορές γιατί περνάμε από εκεί με τη μαμά και τη γιαγιά. Το είπα στον μπαμπά να μην ανησυχεί αλλά μάλλον τίποτα δεν θα του φτιάξει ποτέ ξανά τη διάθεση. Γιατί δεν είναι μόνο η Βουλή που τον στεναχωρεί. Είναι κι ο παππούλης που δεν φαίνεται πουθενά.
Ο παππούλης δεν είναι ο δικός μου ο παππούς γιατί ο δικός μου ο παππούς έχει γίνει σύννεφο στον ουρανό προτού γεννηθώ. Αυτός ο παππούλης είναι ένας κύριος που ο μπαμπάς αγαπούσε χρόνια. Έχουμε στο σαλόνι την φωτογραφία του πάνω στον μπουφέ σε μεγάλη, ασημένια κορνίζα. Ένα βράδυ, παλιά, είχα ξυπνήσει γιατί η μαμά κι ο μπαμπάς ήταν πολύ χαρούμενοι. Ακούγανε ραδιόφωνο και ένας κύριος έλεγε κάτι ονόματα και κάτι αριθμούς και ο μπαμπάς κραύγαζε «ζήτω, ζήτω» και πήγα στο σαλόνι και τους είδα να χορεύουν αγκαλιά. Μόλις με είδε μπαμπάς με πήρε από το χέρι, με πήγε στη φωτογραφία του παππούλη και μου είπε να πω ευχαριστώ και να βάλω στην βραδινή μου προσευχή τον κύριο Παπανδρέου γιατί λέει θα μου κάνει δώρο τη «δωρεάν παιδεία, μου φίλησε το μέτωπο κι ανατρίχιασα ολόκληρη. Βέβαια δεν θέλω να μάθει ο μπαμπάς ότι δεν κάνω πια προσευχή πριν κοιμηθώ. Ούτε θέλω να του πω ότι δεν είχε έρθει κανένα δώρο από τον παππούλη, ούτε κουτί με καινούργια λουστρίνια να μην με στενεύουν, ούτε αρκουδάκι χνουδωτό, ούτε τίποτα. Χρόνια περιμένω να εμφανιστεί αυτό το δώρο γιατί μου αρέσουνε τα δώρα, όμως κανένα κουτί που να γράφει «δωρεάν παιδεία: από τον παππούλη Παπανδρέου για τη Ντίνα» δεν έχει φανεί ακόμη. Αλλά δεν το έχω πει στον μπαμπά για να μην τον στεναχωρήσω παραπάνω.
Η χειρότερη μέρα για τον μπαμπά ήταν πριν από δύο ή τρία καλοκαίρια. Γύρισε από το καφενείο και ούρλιαζε πως κάποια κακά σκυλιά έριξαν τον Παπανδρέου. Εγώ πάνιασα και άρχισαν να τρέμουν τα πόδια μου, έβαλα τα κλάματα και ρώτησα αν χτύπησε κι έσκισε το γόνατό του ο παππούλης και τρέχανε τα αίματα κι έμπηξε τα κλάματα όπως είχα κάνει εγώ μια φορά που έπεσα από το ποδήλατο. Ο μπαμπάς δεν απάντησε, με πήρε μαζί του και βγήκαμε στους δρόμους. Κι ήταν κι άλλοι, πολλοί άλλοι και περπατάγαμε όλοι μαζί και φωνάζαμε «ΠΑΠΑΝΔΡΕΟΥ, ΠΑΠΑΝΔΡΕΟΥ» και «ΜΗΤΣΟΤΑΚΗ ΚΑΘΑΡΜΑ, ΜΗΤΣΟΤΑΚΗ ΚΑΘΑΡΜΑ» κι ήταν κι άλλος κόσμος, άνδρες, γυναίκες, φοιτητές κι όλοι φωνάζανε και φωνάζανε, με πρησμένες τις φλέβες στους λαιμούς τους και γουρλωμένα μάτια κι έκανε τόση ζέστη που σε μια στιγμή κόντεψα να πέσω χάμω και ο μπαμπάς με πήγε στο ζαχαροπλαστείο και φάγαμε υποβρύχια. Ρώτησα τον μπαμπά τι απέγινε ο παππούλης αλλά δεν απάντησε και μετά έγινε ακόμα πιο στενάχωρος γιατί οι κύριοι με τη στολή μπήκαν στα παλιά ανάκτορα. Από τότε ο μπαμπάς δεν μιλιέται γιατί έχουμε δικτακτορία και δεν μας αφήνουν να μιλάμε. Αλλά εγώ μια χαρά μιλάω και στο σπίτι και στο σχολείο, η δασκάλα μου δε είναι μέσα στην τρελή χαρά. Κρέμασε πάνω από τον πίνακα μια φωτογραφία ενός κυρίου με ψαλιδισμένο μουστάκι, όλο τον κοιτά κι αναστενάζει και μας μιλάει για την Επανάσταση. Όχι του 1821, αυτή του Απριλίου. Αλλά εγώ δεν μπορώ να θυμηθώ αν έγινε Επανάσταση του 1821 τον Απρίλη, ούτε Κολοκοτρώνηδες είδα στους δρόμους ούτε Μπουμπουλήνες. Αλλά η δασκάλα επιμένει και μας υπενθυμίζει να ευχαριστούμε τον Θεό που μας έστειλε αυτόν τον καλό μας κύριο και την εθνοσωτήριο επανάστασή του για να μας σώσει από τους κομμουνιστάς. Έπειτα μας βάζει να τραγουδάμε κάτι τραγούδια με αηδόνια, μαντήλια ενός Γιάννη και μια κυρία Παπα-Λάμπραινα. Καμιά φορά ζωγραφίζουμε μια φραγκόκοτα με απλωμένα φτερά να βγαίνει από κάτι φωτιές με έναν φαντάρο μπροστά της. Όποτε δείχνω στο μπαμπά αυτές τις ζωγραφιές τις σκίζει και πετάει το χαρτί. Σταμάτησα να ζωγραφίζω φραγκόκοτες αφού δεν του άρεσαν και φτιάχνω λουλούδια και ήλιους σε πράσινα λιβάδια μα ούτε αυτά φτιάχνουν το κέφι του μπαμπά. Μόνο με τον αρραβώνα χάρηκε λίγο γιατί ο κύριος που θα παντρευτεί τη θεία Άννα είναι πολύ καλό παλικάρι, δεν φοβάται το μεροκάματο, ήταν στους Λαμπράκηδες και έριχνε Ε.Δ.Α. Αυτά λέει ο μπαμπάς μου.
— Ντίνα, πού είσαι επιτέλους;
Αμάν μωρέ μαμά, όλο φωνές. Η μαμά παλεύει να τυλίξει τα ταψιά και τους δίσκους με κάτι πετσέτες στην κουζίνα. Ευτυχώς δεν φόρεσα ακόμη το παλτό γιατί σίγουρα θα το λερώσω με τόσα σιρόπια. Πριν προλάβουμε με τη μαμά να τελειώσουμε το τύλιγμα των γλυκών χτυπά το κουδούνι.
— Πήγαινε να ανοίξεις. Όλο εγώ ανοίγω. Κάτι τέτοιες στιγμές εύχομαι να είχα ένα μικρότερο αδερφάκι να κάνει τα θελήματα αλλά μετά σκέφτομαι τι μεγάλος μπελάς θα ήταν και αλλάζω
γνώμη. Ανοίγω την πόρτα, η θεία Ασπασία με μαλλί κομμωτηρίου. Έκανε λάθος που ήρθε εδώ, οι αρραβώνες είναι στο παλάτι-τριάρι, Μπενάκη και Μεθώνης γωνία.
— Πού είναι η μαμά, χρυσό μου;
— Στην κουζίνα.
Κλείνω την πόρτα. Μάλλον η θεία Ασπασία ήρθε με το θείο για να μας πάρει και να πάμε όλοι μαζί με το αυτοκίνητο. Εμείς δεν έχουμε αυτοκίνητο κι η μαμά λέει πως Κυριακές δεν βρίσκεις ποτέ τρόλεϊ. Δεν δίνω ιδιαίτερη σημασία, πάω να βάλω το παλτό. Ανοίγω την ντουλάπα στο δωμάτιό μου, βάζω μια καρέκλα για να το φτάσω. Κρέμεται εκεί, με περιμένει. Το καναρινί παλτό. Το ξεκρεμάω, το φοράω με προσοχή να μην το τσαλακώσω. Κοιτάζομαι στον καθρέφτη. Το καλύτερο ρούχο που φόρεσα ποτέ.
Επιστρέφω στην κουζίνα. Κανείς δεν μου δίνει σημασία. Η μαμά κάθεται στο τραπέζι με το χέρι της μπροστά από το στόμα της και ο μπαμπάς είναι στενάχωρος για ακόμα μια φορά.
— Και πού τον έχουν;
— Στην ασφάλεια. Από χτες. Δεν τον έβρισκε η Άννα πουθενά. Φώναζε ο περιπτεράς από το τηλέφωνο, καμία απάντηση κι έτσι πήρε σβάρνα τα τμήματα.
— Και τώρα;
— Τον χαρακτήρισαν, δεν θα τη βγάλει καθαρή. Ένας θεός ξέρει σε ποιο ξερονήσι θα καταλήξει. Τι τους ήθελε τους συνδικαλισμούς και τις οργανώσεις τέτοια εποχή; Δεν καθότανε στα αβγά του;
— Σταμάτα Ασπασία. Δεν είναι ώρα για αυτά, ακούει και το παιδί. Κακομοίρα, Άννα, δεν το είχε η τύχη σου. Μια ευκαιρία είχε, πάει.
— Τον κακομοίρη το γαμπρό να λες. Τι άλλο μας περιμένει με αυτούς τους λύκους που μπλέξαμε. Μαύρες μέρες, μαύρες μέρες, ψιθυρίζει ο πατέρας.
— Όπως τα λες, όπως τα λες. Όμως τώρα τι κάνουμε; θα πάμε από εκεί;
— Πρέπει. Σηκωθείτε.
Καημένη θεία Άννα. Θα είναι όλοι πολύ στενάχωροι τώρα, σαν τον πατέρα. Αυτή η στεναχώρια απλώνεται σαν χειμωνιάτικη γρίπη από τότε που μπλέξαμε με τους κυρίους με τις στολές. Μακάρι να έρθει γρήγορα η άνοιξη, να ξαπλώσουμε χάμω να λιαστούμε, να γίνουν όλοι περδίκια από αυτή τη στεναχώρια κι ας μη χρειάζεται να φοράω το καναρινί παλτό μου.
*Κολάζ: Guillaume Bougie Riopel, «espace de travail»