Στην εποχή του υδροχόου, αρρώστησε ο νους του από λαγνεία
την προσοχή του έχει μοναχά, στα μέλη τα ερωτικά
να τα κοιτά, να τ’ ακουμπά, να τα φιλά.
Ο ουράνιος έρωτας, η θεϊκή μανία
μέσ’ την ψυχή του εγέννησαν
κάποιο δισυπόστατο αφροδίσιο νόσημα
και κάθε αναλγητικό, κάθε ιδέα
αποτελεί συγκάλυψη του αντιθέτου
μία ακόμα αφαίρεση
ένα Πόδι λιγότερο.
Δρόμος κανένας, μήτε φως
και η προσκόλληση δεν είναι λέξη
αλλά ζάρι στα χέρια της διαστροφής του.
Πανταχού τριγύρω του
κείτονται σφαγιασμένα μοσχάρια
κρεμασμένα, κομμένα ποδάρια.
Ένα ‘χει μείνει μοναχά
σαν ένα να ‘ταν εξαρχής
κουτσό
της μοίρας το γραφτό
-σαν κάποιο μοτίβο λογικό-
να σέρνεται ως το τέρμα
μέχρι το κάμωμα, τον πύρινο χορό.