Έτσι όπως σκίζω τις σελίδες του βιβλίου
με την ακρίβεια, το πάθος ανατόμου
εγώ που ηγούμουν την παράτα της αβύσσου
(αχ η λεπίδα πώς φλερτάρει τον καρπό μου)
κι όπως απλώνεται και πήζει η σιωπή σου
σαν από ίκτερο σφαδάζει το φεγγάρι
που ξέρω απ’ έξω τους κρυψώνες της αυλής σου
(και λοιπόν τι; ποιος θε να φέρει του χαμένου το στεφάνι;)
και όταν πάλι κάνω χώρο μες στη μνήμη
τα κρυσταλλάκια από τις πέτρες να διαλέξω
(αχ στα Σφακιά θα γίνω βράχος να με γλύφει
ο ωκεανός⸱ κι απ’ τον αφρό του τ’ άσπρο φόρεμα θα πλέξω)