γ.π.
Στην αρχή έμοιαζε από μακριά σαν μια ρωγμή
στον πάγκο της κουζίνας.
“Τι χύθηκε; – τι ξέχασα;” άρχισε να αναρωτιέται.
Μα όσο πλησίαζε, φαινόταν καθαρά
ότι η αυτή η λεπτή μαύρη γραμμή κινούνταν,
ότι ήταν μια φάλαγγα μυρμηγκιών
που είχε ξεκινήσει από τα έγκατα της γης
για να καταλήξει στο γυάλινο βαζάκι
με την ετικέτα «Μέλι Ανθέων Αμοργού».
Η μαύρη στρατιά πολιορκούσε το χρυσαφένιο του καπάκι,
οι μαύροι στρατιώτες στριφογύριζαν πυρετικά, κυκλώνοντάς το,
ενώ διαρκώς έφταναν νέες ενισχύσεις.
Ας πρόσεχε, δεν άνοιξε ποτέ το γυάλινο βαζάκι,
από πέρσι έμεινε εκεί στην ίδια θέση, όπως το έφερε από το νησί,
και πέτρωσε το ακριβό μέλι, θύμωσε,
κάλεσε τη φάλαγγα των μυρμηγκιών
που διαπέρασε τοίχους και ντουλάπια,
διέσχισε την Αλμυρά Έρημο της κουζίνας
και τώρα είναι έτοιμη να κατακτήσει τον πολύτιμο θησαυρό.
Κάθε Αύγουστο, λίγο πριν το ταξίδι για το επόμενο νησί,
καταλήγει νομοτελειακά στα μυρμήγκια
ένα περσινό μέλι ανθέων,
που το διαδέχεται ένα καινούριο,
για να πετρώσει και αυτό με τη σειρά του
πάνω στον πάγκο της κουζίνας,
έτσι όπως ξεχνιέται και πετρώνει κάθε χρόνο
η τεχνητή ευτυχία που μαζεύει κανείς στις διακοπές του,
προσποιούμενος τον επιδέξιο τρυγητή,
τον δεινό μελισσοκόμο.