ΜΕΡΟΣ ΠΡΩΤΟ
Λόγια του εκκλησιαστή, γιου του Δαβίδ,
βασιλιά των Εβραίων στην Ιερουσαλήμ.
Όλα για το τίποτα,
είπε ο εκκλησιαστής΄
όλα είν’ ανώφελα,
όλα για το τίποτα.
Δίνει κόπο ο άνθρωπος, κάτω από τον ήλιο,
μα ο κόπος του τι θα δώσει.
Φεύγει μια γενιά,
έρχεται μια γενιά΄
η γη στέκει πάντα ακίνητη.
Σηκώνεται ο ήλιος ,
πέφτει ο ήλιος΄
στον τόπο του γυρνά ο ήλιος΄
σηκώνεται, τραβά προς το νότο,
και γυρίζει προς το βορρά.
Γυρνοβολά ο άνεμος,
κύκλους κάνει ο άνεμος,
πέρα τραβά ο άνεμος
και ξαναγυρνά.
Τα ποτάμια στη θάλασσα χύνονται,
η θάλασσα ακόμα δε γέμισε΄
στον τόπο απ΄όπου φύγανε
γυρνάνε τα ποτάμια.
Τα λόγια θα τελειώσουν΄
κι εκείνο που ΄θελες να πεις,
δε θα μπορέσεις να το πεις.
Δε θα χορτάσει να βλέπει το μάτι,
δε θα χορτάσει ν΄ακούει το αυτί.
Αυτό που κάποτε έγινε,
αυτό ξανασυμβαίνει΄
αυτό που ήδη κάνανε,
αυτό θα ξαναγίνει.
Σε τούτο εδώ τον κόσμο
δεν έχει τίποτα καινούργιο.
Φώναξε κάποιος: << νά κάτι νέο!>>΄
αρχαίο και αυτό ΄και τούτο χτεσινό.
Τα πρώτα κανείς δε θυμάται,
ξανά θα ξεχαστεί και το αυριανό.
Εγώ ο εκκλησιαστής ,
βασίλεψα στην Ιερουσαλήμ.
Και την καρδιά μου έδωσα
σοφία ν΄αποκτήσω,
να δω και να εξηγήσω
όλα αυτά που γίνονται
κάτω απ΄τον ουρανό.
Ανησυχίες ο θεός
έδωσε στους ανθρώπους
να χάνονται οι άνθρωποι
στις ανησυχίες τους.
Κι όλα τα έργα που ΄γίναν
κάτω από τον ήλιο
τα κοίταξα και είδα :
όλα του ανώφελα,
κυνήγι του ανέμου.
Τα στραβά δε θα ισιώσουν,
η ατέλεια δε θα ΄χει τελειωμό.
Μες στην ψυχή μου φώναξα:
<<για κοίτα με πώς τράνεψα ΄
με περνούσαν, μα τους πέρασα΄
έγινα ο πιο σοφός>>.
Έδωσα στην ψυχή μου
γνώση για να γνωρίσει.
Κι όλος σοφία γέμισα,
γνώση και επιστήμη.
Και έμαθα μονάχα αυτό:
ανεμοκυνηγητό.
Μαζεύεις γνώση , μαζεύεις σοφία,
μαζεύεις μέσα σου λαβωματιές.