Όταν τελείωσε το σπίτι, βάλανε στο δώμα
τέσσερις πήλινες γυναίκες για να το φυλάνε.
Οι νοικοκυραίοι πέθαναν,
πέθαναν και τα παιδιά τους,
το σπίτι ρήμαξε,
αλλά αυτές είναι ακόμα εκεί, στη σειρά, απολιθωμένες,
σαν φωτογραφία γυμναστικών επιδείξεων.
Η μια έπεσε εν τω μεταξύ –κόπηκαν τα πόδια της–
και κάποιοι την ξάπλωσαν ανάσκελα,
να βλέπει μέρα και νύχτα τον ουρανό
(η πιο όμορφη ασχολία).
Πότε πότε βαριούνται όμως και το σκάνε,
κρυφά, μασκαρεμένες, κάνουν διπλή ζωή.
Τις τρεις γερές τις είδα μέσα στα ερείπια του Μυστρά,
να σπάνε καρύδια καθισμένες καταγής, στα καλντερίμια.
Μιλούσαν φράγκικα και ήταν τα πρόσωπά τους όλο ξιπασιά.
Και εκείνη που έπεσε χάμω,
τη βρήκα στην οδό Λυκούργου
να κουτσαίνει μα όλο να χαμογελά,
και μου έφτιαξε να φάω στο μικρό της μαγαζί,
σαν ήρθα εδώ μονάχος, ιχνηλάτης.
Οι τρεις οι ξιπασμένες δεν έχουν ησυχία,
όλο τσακώνονται και δεν αντέχουν η μια την άλλη για πολύ.
Είδα ξανά τη μια στην εκκλησία,
να κοσκινίζει την άμμο των κεριών με χρυσό κόσκινο,
και την εκοίταζε ο φοβερός εκείνος Νίκων με μισό μάτι.
Η άλλη με σταμάτησε στον δρόμο
και με ρώτησε τί ώρα είναι και ποια μέρα
(τόσα χρόνια άγαλμα, πού να ξέρει;).
Η τρίτη έκοβε αμίλητη εισιτήρια στα ΚΤΕΛ,
άσπρισαν τα μαλλιά της, όλο να λογαριάζει
και να μετράει τα ρέστα.
Από όλες η καλύτερη ήταν σαφώς η σακατεμένη.
Δεν κάκιωσε ποτέ για τη στραβή της μοίρα,
τίποτα των πολλών δεν ζήλεψε,
ούτε και ζήτησε του Θεού τον λόγο.
Βλέπεις την έμαθε ο ουρανός στην καλοσύνη,
μέρα και νύχτα.
*γ.π.
