Όταν αρχίζει το καλοκαίρι
οι άνθρωποι είναι άσπροι
Η πόλη είναι γεμάτη άσπρα χέρια
άσπρα πόδια
κάτασπρους λαιμούς
Οι άσπροι άνθρωποι κοιτάζονται
μέσα από τα μαύρα τους γυαλιά
με κρυφή περιέργεια
με μυστική συγκατάβαση
ακτινογραφούν ο ένας τον άλλον
μετρούν τους βαθμούς λευκότητας
Αυτό το άσπρο γίνεται γρήγορα εμμονή
περνά στο αίμα και το κάνει λίγο ροζ
σκεπάζει το νου σαν ασβέστης
και όλοι αυτοσυγκεντρώνονται σε μια μόνο σκέψη
Πότε θα μαυρίσουν
Πότε θα σβήσουν από πάνω τους το στίγμα του λευκού
Πότε θα αποκτήσουν το μεγάλο αυτό πτυχίο της ευζωίας
που είναι το ωραίο μαύρισμα
η μπρούτζινη επιδερμίδα
ο απαράμιλλος τόνος του μεταλλικού καφέ
Έτσι τρέχουν από νωρίς στις παραλίες
πριν ακόμα ζεσταθεί η θάλασσα
κλείνουν δωμάτια
πληρώνουν ξαπλώστρες
κυλιούνται στην άμμο
παίζουν μανιωδώς ρακέτες
καπνίζουν διαβάζουν μιλάνε
ζαλίζουν το κινητό τους
περιστρέφουν το κορμί τους
σαν πλανήτη γύρω από τον άξονά του
αλείφονται ξανά και ξανά
με χιλιάδες λάδια και κρεμώδη αντηλιακά
με ενυδατικές και καροτίνη
γράφοντας ώρες και ώρες κάτω από τον ήλιο
ώσπου να πετύχουν το τέλειο χρώμα
Τι να λέμε τώρα για τη Γάζα και το Όρος Σινά
τι να μας κάνουν οι φρεγάτες Βelharra
οι Γιαννακόπουλοι και οι Αγγελόπουλοι
Η μεγάλη θερινή ιδέα του έθνους
είναι το πότε θα μαυρίσει
*γ.π.