Ελπίδα Μαθιουδάκη
Περνά το κεφάλι της μέσα από το κιγκλίδωμα. Το νερό του ποταμού, από κάθε οπτική γωνία που δοκίμασε, δείχνει θολό. Κάθεται για λίγο στο παγκάκι, παρατηρεί τα χρώματα του ορίζοντα. Καθώς νυχτώνει, τα τυλίγει μια γλυκύτητα. Τα φώτα της γέφυρας παίρνουν μία απαλή πορτοκαλί απόχρωση, προσπαθεί να την αποτυπώσει πάνω της. Δεν τα καταφέρνει, της ξεγλιστρά και λυπάται που δεν προλαβαίνει να χαρεί. Το σκοτάδι της νύχτας μαυρίζει τον ποταμό, και ίσως έτσι είναι προτιμότερο. Να μην μπορείς να ξέρεις αν κατευθύνεται καθαρός ή πληγωμένος προς τη θάλασσα.
Περπατά αργά, κάθε βήμα αφήνει πίσω λίγο χθες. Φορά μεγάλα γυαλιά ηλίου, για να νομίζουν πως δεν μπορεί να δει. Δεν αντέχει να συναντιέται με άλλα βλέμματα. Νιώθει να καίγεται το στέρνο της, από τον φόβο μην αντικρίσει μάτια που μοιάζουν με άλλα μάτια, σβησμένα.
Από όταν ξύπνησε, ανακαλεί αποσπάσματα του χθεσινού ονείρου, τα σβησμένα μάτια που φοβάται έστεκαν ορθάνοιχτα, επιβλητικά, και ήταν τόσο σίγουρη πως δεν θα έκλειναν ξανά που δεν πισωπάτησε καθόλου. Μόνο περίμενε να εμφανιστεί το υπόλοιπο πρόσωπο, αλλά τα μάτια μεγάλωναν, μεγάλωναν, μέχρι που δεν υπήρχε χώρος για τίποτα. Αισθανόταν τον τοίχο να στενεύει και να στάζει αλμυρές σταγόνες. Όταν ανασηκώθηκε από το στρώμα της, σχεδόν δεν ανέπνεε.
Ακουμπά στην ξύλινη κόκκινη πόρτα με το μαραμένο στεφάνι. Το παράθυρο του δωματίου που νοικιάζει βρίσκεται ακριβώς πάνω από το κεφάλι της. Νιώθει ασφαλής να συμβιώνει σε απόσταση αναπνοής με τους εφιάλτες της.
Δεν είναι ακόμα έτοιμη να επιστρέψει. Σωριάζει το βάρος της στο πλακόστρωτο για λίγο, και παρατηρεί τους ανθρώπους γύρω. Η στάση σώματός τους σαν αγκιστρωμένη σε έναν βράχο που κατεδαφίστηκε από σεισμό. Σκέφτεται τι θα συνέβαινε αν πλησίαζε κάποιον τους και αρχίζει να πλάθει την ιστορία στο κεφάλι της. Κάθε φορά, η ίδια επανάληψη. Βρίσκει οικειότητα μόνο στη φαντασία της.
Ένα σκούντημα στον ώμο είναι αρκετό. Στρέφει το κεφάλι προς τα πάνω. Συγκρατεί το στέρνο της και με τα δύο χέρια, δεν έχουν περισσέψει άλλες βελόνες να το ράψει. Υπάρχει ομοιότητα, αλλά τα μάτια δεν είναι ίδια. Οι παλμοί επιστρέφουν στο επίπεδο του σχεδόν μηδενισμού. Η κοπέλα με τη φλογέρα τείνει φιλικά ένα βελούδινο καπέλο με φτερά παγονιού, αναποδογυρισμένο. «Συγγνώμη, δεν ήθελα να σε τρομάξω. Παίζω μουσική για να τα διώχνω όλα αυτά, όχι να τα προκαλώ. Συγγνώμη». «Ποια είναι αυτά που διώχνεις;» της έδωσε ένα κέρμα. «Ευχαριστώ… Τις σκιές, διώχνω τις σκιές. Έχουν εγκατασταθεί στα μάτια σου, πρόσεχε». Της χάιδεψε στιγμιαία τα μαλλιά, ηλεκτρισμένα από το κρύο. «Μήπως θέλεις λίγη παρέα; Τελείωσα για σήμερα, νομίζω. Από το απόγευμα τριγυρνάω». «Κάθισε, αν θες. Εδώ, πάνω μας ακριβώς, είναι το σπίτι μου». «Δεν ακούγεσαι Γαλλίδα, είσαι ξένη. Αυτοί που δεν αντέχουν, κάτι ή κάποιον, έρχονται εδώ. Δεν ξέρω τι έχει αυτό το μέρος και σας ελκύει τόσο. Το ποτάμι; Δεν ξέρω». Την ανωνυμία, σκέφτεται αλλά δεν το λέει. Ποτέ δεν λέει αυτό που νιώθει. Παρατηρεί μία γάτα που κλαίει έξω από τα κίτρινα τζάμια του απέναντι ισογείου. Κλαίει σπαρακτικά, δεν της ανοίγουν, σκαλίζει το γυαλί με τα νύχια. Οι γάτες δεν δακρύζουν. Τουλάχιστον, δεν φαίνεται αν δακρύζουν. Μετά από λίγο, κουράζεται και φεύγει. Ψιχάλες προσγειώνονται στις μπότες της και συνέρχεται. Η κοπέλα με τη φλογέρα έφυγε. Ή μπορεί και να μην ήρθε καθόλου. Ψηλάφισε τις τσέπες της, δεν βαραίνουν πια με κάποιο κέρμα.
Σηκώνεται με κόπο και ξεκλειδώνει αβέβαιη. Το δωμάτιο, όπως το άφησε το πρωί. Ξέστρωτο κρεβάτι, η πράσινη λάμπα ξεχάστηκε αναμμένη κι από κάτω της, ένα βιβλίο με αφιέρωση: “Από τη Λ”. Έχει σκίσει το εξώφυλλο.
Λίγο πριν κλείσει τα μάτια, θυμάται την τελευταία μέρα στο νησί. Η Λ. να της ανακοινώνει πως θα φύγει, οι φρυγανιές με μαρμελάδα φράουλα ανέγγιχτες στο πιάτο. Έξω, απόλυτο σκοτάδι, το βουνό δεν έχει λάμπες. Την κοιτούσε μουδιασμένη. «Ήταν ένα καλοκαίρι, που τώρα πέρασε και δεν θα ξαναγυρίσει, και δεν θα ξανασυναντηθούμε, γιατί μένω με ανθρώπους που δεν σε καταλαβαίνουν, και καλύτερα να μη με ξαναδείς, δεν θα ωφελούσε πουθενά να πιστεύεις πως θα τα αφήσω όλα πίσω και θα ξεκινήσουμε από το μηδέν, εδώ, να προσπαθούμε να νεκραναστήσουμε ένα σπίτι με ξύλινα δοκάρια και σπασμένα κεραμίδια, ένα σπίτι που πέθανε όταν τα καράβια έπαψαν να σταθμεύουν στο λιμάνι». Σύντομη παύση. Η Λ. συνέχισε λίγο ακόμα. «Σ’ ευχαριστώ που με έσωσες από τα κύματα. Κράτα το βιβλίο, θα μ’ άρεσε να μάθεις πώς τελειώνει».
Δεν μπόρεσε να της απαντήσει τίποτα. Η Λ. πριν κλείσει την εξώπορτα, την κοίταξε για αρκετή ώρα. Θέλεις να ουρλιάξεις. Όχι ότι θα βρεις κανέναν. Περισσότερο για να βεβαιωθείς ότι μπορείς να ακούγεσαι ακόμα, έγραψε βουβά πάνω στο βιβλίο, κι από κάτω ζωγράφισε τα μάτια της. Το πέταξε με δύναμη κάτω από το κρεβάτι, τυλίχτηκε με το κόκκινο σάλι που εκείνη της είχε χαρίσει, στην αρχή του καλοκαιριού, σκαρφάλωσε άγαρμπα τα κεραμίδια και ευχήθηκε ο αέρας να αρπάξει όποιο απομεινάρι αγάπης της απέμεινε.
Ακόμα να φτάσει ως το τέλος του βιβλίου. Δεν ξέρει αν θα αντέξει. Μπορεί, όταν περάσουν κάποιοι μήνες που τα σβησμένα μάτια δεν θα της φανερώνονται. Της ήρθε ξανά στο μυαλό το επίπονο νιαούρισμα της γάτας. Ξαφνικά θέλει να τοποθετήσει στο καπέλο της κοπέλας με τη φλογέρα ένα πλαστικό γαρύφαλλο. Το πλαστικό, όταν χαλάσει, το πετάς. Και δεν σημαίνει τίποτα, η απόρριψη. Εύχεται να της συμβαίνουν μόνο πράγματα που δεν σημαίνουν τίποτα.