Ασκήσεις αυτογνωσίας: Άδωνις-Σπυρίδων Γεωργιάδης

Ασκήσεις αυτογνωσίας: Άδωνις-Σπυρίδων Γεωργιάδης

«Το μίσος είναι ιερό» γράφει ο Ζολά. Και έχει δίκιο. Μισώ σημαίνει καθαρίζω την ψυχή μου από βρωμερά απόβλητα, μισώ σημαίνει ανακουφίζομαι, εκτονώνομαι – επαναστατώ. Το μίσος όμως είναι και πράξη αυτογνωσίας: εκείνος που μισώ λέει κάτι για μένα. Ανακαλύπτοντάς τον, ανακαλύπτω εμένα – εμένα μέσα από τον άλλον, τον άλλον μέσα από μένα. Και ευθύς αμέσως το τοπίο καθαρίζει, το μάτι ανοίγει, το βήμα γίνεται πιο ανάλαφρο – νιώθεις σχεδόν ότι πετάς. Εγώ έχω βρει εκείνον που μισώ περισσότερο. Είναι ο αντιπρόεδρος της Νέας Δημοκρατίας, ο Άδωνις-Σπυρίδων Γεωργιάδης. Τι με κάνει όμως να τον μισώ τόσο; Τον παρακολουθούσα χθες στην ελληνική βουλή να δικαιολογείται ότι έγινε νονός εν μέσω αυστηρού lockdown∙ τον παρακολουθούσα να κραυγάζει δικαιολογίες επιτιθέμενος στους αντιπάλους του και εκμαιεύοντας από τα μάτια των ομοϊδεατών του την απαιτούμενη συγκάλυψη. Τον παρακολουθούσα και σκεφτόμουν ότι η συμπεριφορά του με αρρωσταίνει, με ενοχλεί τρομερά. Τον μισώ. Μισώ τη σφιχτοδεμένη του γραβάτα σύμβολο της ανάλγητης υποκρισίας του, μισώ την τοξική αρρενωπότητα που αναδίδει το «τα ξέρω όλα» ύφος του, μισώ το κολλαριστό του πουκάμισο και τα καλοξυρισμένα κοκκινωπά του μάγουλα, μισώ την ασχετοσύνη του, το γεμάτο κυνισμό βλέμμα του, μισώ τα οράματα και τις φιλοδοξίες του, μισώ την αμετροέπεια που προδίδουν οι πόζες και τα σκέρτσα του στα τηλεοπτικά παράθυρα, μισώ την έπαρση, την αλαζονεία που υποδεικνύει το περισπούδαστο του ονόματός του, μισώ το αξιοθρήνητο χιούμορ του, τον φανατισμό του και τις κρίσεις μανίας, μισώ τη δύσοσμη ανάσα του που ποτίζει αποφορά την οικουμένη, μισώ τις στριγγλιές θριάμβου –αν και γνωρίζω ότι κατά βάθος είναι φωνές απελπισίας–, μισώ το προγούλι και τους μαύρους κύκλους του, τα μήλα των παρειών που πρήζονται όταν δογματίζει, μισώ την τυρένια ύλη που περιβάλλει το κορμί του δυσκολεύοντας την αναπνοή του, μισώ που με αναγκάζει να αναρωτιέμαι αν έχει πάτο το βαρέλι – μα αυτό που μισώ πιο πολύ από όλα είναι η χαμέρπειά του, εκείνα τα σάλια που πέφτουν και κολλάνε στο έδαφος κάνοντας τον δρόμο μου δύσκολο, ολισθηρό. Τον παρακολουθώ και θέλω να βάλω τα κλάματα. Κλαίω. Έπειτα ανάβω ένα τσιγάρο, χαμογελάω και αφήνομαι να γευτώ τη γλυκιά δικαίωση της ανυπόκριτης ύπαρξης μου. Οποία ελαφρότης!

ΝΣ

Author

Οι φίλοι μου σαλιγκραφείς συχνά μου λένε ότι μοιάζω με γυναίκα· θα 'λεγα ότι βρίσκω ένα κάποιο ενδιαφέρον σε αυτή την αοριστία. Ο σκύλος μου απ' την άλλη, με κοροϊδεύει ότι είμαι αδέξιος και ενίοτε κοινωνικά απροσάρμοστος. Ίσως, γι' αυτό και όταν μιλάω κουνάω γρήγορα τα χέρια μου χτυπώντας καταλάθος τους διπλανούς μου. Η ευθύνη μου ως σαλιγκραφέας συνοψίζεται στο να λέω ψέμματα και να βάζω άνω τελείες· η άνω τελεία συμπυκνώνει την ποιητική μου θεωρία. Απ' την άλλη μισώ τα greeklish και τα μηχανάκια, ιδίως δε, όταν αυτά με προσπερνάνε από δεξιά. Η λογοτεχνία του 19ου αιώνα είναι η αγαπημένη μου.-