Ένας γιος αποφασισμένος να στρώσει τη ζωή του. Δυο γονείς ξενιτεμένοι από τον πόθο της ζωής και του έρωτα. Μία κόρη αφημένη καταμεσίς της θαλάσσης και ο ήλιος αργεί να βγει στ’ ανοιχτά. Ένα γράμμα διά χειρός και μολύβδου του γιου προς τους γονείς· να βγάλουν μία λέμβο προς την κόρη, όχι για να την τραβήξουν πάνω, μα μαζί της να βουτήξουν, να κολυμπήσουν και να δει τον ήλιο δίπλα της· στα βαθιά. Μα το γράμμα ετούτο σα διαφημιστικό πέρασε από τα χέρια αυτών και σαν αποβληθείσα καρτ ποστάλ στις σελίδες ενός βιβλίου θάφτηκε· έστω, κάπου μέσα σ’ εκείνους τους τέσσερις τοίχους του σπιτιού να υπάρχει. Η μνήμη μοίχευσε και το βιβλίο απ’ τον οίκο εκείνον εξορίστηκε, αφού τα πεζοπορικά των Τρικάλων την κέντρισαν κάποτε· στη γεμάτη όρεξη νεότητά της. Και το γράμμα αυτό, για μια ανάσα εκλιπαρεί· να δει λιγάκι τον ουρανό και να θυμίσει σε κάποιον, ότι ένας άνθρωπος εκεί έξω υπάρχει, που μιαν αγκάλη ζητεί. Μιαν αγκάλη πατρική και μητρική· δύο ως μία.
Ε, άνθρωπε ευλογημένε
με πήρες και μ’ έκλεισες
σε αλλονώνε σελίδες αδιάβαστες.
Με κλείδωσες και μ’ εδιωξες μακριά σου
μην τυχόν και σου θυμίζω
με τ’ άρωμά μου το σιωπηλό
τις λέξεις εκείνες του παιδιού σου,
που πορεία κάνανε ενώπιόν σου
για το ύψιστο δικαιώμα ενός μικρού κοριτσιού·
αγάπη να θρέψει τα καλντερίμια του
τη σάρκινη αυλή του
και χτένισμα από χέρι μητρικό
να οργώσει τ’ αγεώργητα μαλλιά του.
Πες με τώρα άνθρωπε καλέ,
πες με
που να ζήσεις και ν’ αγιάσεις.
Πως χαίρεις που με ξαπόστειλες
σ’ άλλες ηπείρους να στεριώσω
ξένο, αλλιώτικο και αχώρητο
σε άλλα μάτια και σ’ άλλες καρδιές να αυλακώσω;
Τι να μηνύσω σ’ αυτούς τους άλλους
που γέννημα να γίνει των λέξεών μου η πολιτεία;
Δεν είμαι για όλους
παρά μόνο για σένα.
Ας με δουν και ας με διαβάσουν σαράντα μάτια
στρογγυλά και διψασμένα
και άλλα σαράντα εκτάρια χεριών
ας με κρατήσουνε με θέρμη.
Για σε στολίστηκα όμως,
για σε και τον καημό σου·
στου στερνού σου γόνου την ψυχή
να εισέλθει η αναπνοή σου.
Χώμα να πάρεις από σε βαθιά
στα βλέφαρά του
πήλινο παλμό να ποιήσεις,
ν’ ανοίξουνε και ν’ αντικρίσουνε
παρούσα την υπόστασή σου.
Και η αδυναμία του κλαυθμού σου
από ξερό και άχρωμο κλωνάρι,
παρατημένο και γυμνό,
κυκλάμινο να γίνει
να μοσχομυρίσει
κ’ η κτίση ολάκερη να χαρεί
και χορό αγρύπνιο να στήσει.
Άνθρωπέ μου,
αν όντως θες και το ποθείς
εμένα κάψε με και σκόρπισέ με,
μα τον σκοπό σου μην τον αμελείς
μην τον ξεψυχάς.
Καρπό φυτέψανε τα χέρια σου
κι ανθό βλαστάνει η κορμοστασιά σου,
φως του είσαι συ
ανάσα ο ζυγός σου.
Μην τ’ αφήνεις μόνο στη βροντή
και ορφανό
κάλαμο στης αγέλης των αγέρηδων τη λύσσα.
Μην τ’ αφήσεις να ξεραθεί
να χαθεί
και το κρίμα του σφραγίσει η υφή σου.
Οι λέξεις μου
διάτρητοι φάροι στο σκοτάδι σου
αναβοσβήνουν στην τρικυμία σου
τον πηγαιμό σου γνέφουν
και σινιάλο σού ορίζουν.
Σήκω άνθρωπέ μου
γίνε ουρανός
στερέωσε τον ήλιο
δρόσισε τον κόσμο με τη βροχή σου
και ανάστησε το παιδί σου.
Ιωάννης Κουτσουσίμος