20 Δεκέμβρη

Δεν περίμενε πως θα πεθάνει, παρόλο που η γιατρός την είχε προειδοποιήσει. «Δύο, το πολύ τρεις μήνες» είχε πει. Εκείνη επέμενε να ρωτά ξανά και ξανά αν η γιατρός ήταν σίγουρη για την διάγνωσή της. «Τα νεφρά του καταρρέουν. Το βλέπεις και μόνη σου, άλλωστε με το ζόρι σηκώνεται, δεν έχει όρεξη. Δεν μπορούμε να κάνουμε τίποτα». Τόσα χρόνια σπουδές και μαλακίες και ούτε μισή διάγνωση δεν μπορούσε να κάνει σωστά. Δυο-τρεις μήνες της είχε πει, μόνο μια βδομάδα πέρασε από την επίσκεψη στο ιατρείο και πέθανε. Εκείνη δεν πρόλαβε να του δώσει ένα τελευταίο χάδι, να του πει μισή κουβέντα. Πήγε για ύπνο, σίγουρη ότι θα τον έβλεπε το πρωί, άρρωστο, αδύναμο, χωρίς όρεξη, μα ζωντανό, παρόντα, όπως κάθε μέρα. Τουλάχιστον έφυγε στον ύπνο του. Απλά κοιμήθηκε και δεν ξύπνησε ποτέ. Η γιατρός της είχε προτείνει ευθανασία. Της είχε φανεί απάνθρωπο. Δεν το επέτρεψε. Τουλάχιστον όχι πριν τα Χριστούγεννα. Έπρεπε να γυρίσει ο γιος της, να τον προλάβει έστω για μια τελευταία φορά. Ο γιος της. Θα τρελαθεί μόλις το μάθει μα δεν της περισσεύει χρόνος να αγχωθεί για αυτό. Έχει να λύσει πιο επιτακτικά προβλήματα. Τι θα κάνει με το πτώμα; Γυρίζει στο δωμάτιό της. Εφτά και δέκα το πρωί και αντί να πίνει καφέ ψάχνει παλιά σεντόνια για να τυλίξει ένα πτώμα. Ανοίγει το τρίτο συρτάρι της ντουλάπας. Σηκώνει διάφορες πετσέτες του μπάνιου, τα βρίσκει καταχωνιασμένα κάτω από μια φθαρμένη παπλωματοθήκη. Ένα ζευγάρι παιδικά σεντόνια του γιου της με διάφορες ασπρόμαυρες μπάλες ποδοσφαίρου, πορτοκαλί του μπάσκετ, και κάποιες κίτρινες του τένις σπαρμένες πάνω τους. Ο συγχωρεμένος λάτρευε τις μπάλες του τένις, μπορούσε να τις κυνηγά με τις ώρες χωρίς να κουράζεται, τότε που έμοιαζε να έχει όλη τη ζωή μπροστά του, ανυποψίαστος για το επερχόμενο τέλος. Αυτό είναι το σωστό σεντόνι. Το σηκώνει και πηγαίνει στο παιδικό δωμάτιο. Εκείνος επέμενε να κοιμάται εδώ παρόλο που ήταν άδειο εδώ και χρόνια. Ίσως έτσι να ένιωθε πιο κοντά στον γιο της. Στέκεται από πάνω του, τον κοιτά και τον σκεπάζει με το σεντόνι.

Σέρνει τα πόδια της μέχρι την κουζίνα. Τρεις κουταλιές καφέ στο μπρίκι. Το βάζο με τη ζάχαρη παραμένει κλειστό εδώ και μήνες. Στο ψυγείο, κάτω από ένα διώροφο κόκκινο λεωφορείο-μαγνήτη, πίσω από έναν απλήρωτο λογαριασμό ρεύματος, είναι καρφιτσωμένο το χαρτί με τις τελευταίες εξετάσεις της. Έχει κυκλώσει με πράσινο μελάνι το δείκτη του ζαχάρου. Ρίχνει τον αχνιστό καφέ στην αγαπημένη της πράσινη κούπα με τις πασχαλίτσες. Είκοσι χρόνια πλύσιμο κι όμως το κόκκινο στις ράχες των εντόμων επιμένει να αντιστέκεται στη φθορά. Ο γιος της είχε φέρει τρεις καινούργιες κούπες από το μεγαλύτερο πολυκατάστημα του Λονδίνου, ολοκαίνουργιες και υπερτιμημένες λόγω του τεράστιου λογότυπού τους. Οι πιο σνομπ κούπες από την πιο σνομπ πρωτεύουσα του κόσμου.

Πίνει δύο γουλιές καφέ. Το μυαλό της δεν σταματά να σκέφτεται το νεκρό σώμα στο παιδικό δωμάτιο. Αν την έβλεπε ο γιος της σε αυτή την κατάσταση, θα πλάνταζε στο κλάμα. Πρέπει να ξεφορτωθεί το πτώμα. Αλλά πώς; Ταφή ή αποτέφρωση; Πρώτη φορά έχει να διαχειριστεί ένα θάνατο. Με τα πεθερικά και τους γονείς της ήταν διαφορετικά. Τα είχε αναλάβει όλα ο πρώην άντρας της για να φανεί σωστός οικογενειάρχης. Δεν θα του τηλεφωνήσει. Οκτώ παρά είκοσι πέντε. Μπαίνει στο δωμάτιο της, ντύνεται βιαστικά. Τζιν παντελόνι, πουκάμισο και από πάνω ένα μαύρο πουλόβερ. Σήμερα έχει μόνο τρεις ώρες μάθημα, θα είναι σπίτι πριν τη μία. Ίσως να ζητήσει τη συμβουλή κανενός συναδέλφου. Ταφή ή αποτέφρωση; Η ίδια σκέψη τριγυρίζει στο μυαλό της καθώς κλείνει πίσω της την εξώπορτα. Περπατά ως το σχολείο. Τα λεωφορεία έχουν απεργία σήμερα. Οι δικοί της έχουν προκηρύξει για την επόμενη, θα κατέβει κι εκείνη κι ας χάσει τα χρήματα. Διασχίζει δρόμους με σκυθρωπά πρόσωπα. Τα γκρι κτίρια καθρεφτίζονται πάνω στους περαστικούς ή το αντίστροφο; Προλαβαίνει το κουδούνι για την πρωινή προσευχή αλλά, όπως κάθε μέρα ανεβαίνει κατευθείαν στην αίθουσα. Τρεις ώρες προσπαθεί να βρει το κουράγιο να εξηγήσει σε αγουροξυπνημένους εφήβους τις ταλαντώσεις και τα μαγνητικά πεδία. Τη δεύτερη ώρα πασχίζει να προετοιμάσει μερικούς δεκαεφτάχρονους για τις «σημαντικότερες εξετάσεις της ζωής τους». Θέλει να τους φωνάξει να τρέξουν μακριά, να ζήσουν μα επιλέγει να μασουλήσει τις γνωστές φράσεις της παραδοτέας ύλης.

Το κουδούνι σημαίνει τη λήξη της τρίτης ώρας. Συμπληρώνει το βιβλίο ύλης, υπογράφει το απουσιολόγιο, χαιρετά τα παιδιά και φεύγει. Στον δρόμο για το σπίτι το αποφασίζει. Στον κήπο του εξοχικού, εκεί θα τον θάψει. Έτσι θα έχει χρόνο και ο γιος να τον αποχαιρετήσει όταν επιστρέψει. Ο πρώην άντρας της δεν θα μάθει τίποτα. Είχαν κρατήσει και οι δύο από ένα κλειδί του εξοχικού, συμφώνησαν πως όποτε δεν το νοίκιαζαν σαν Airbnb και πήγαινε ο ένας από τους δύο, θα ενημέρωνε τον άλλον. Δεν χρειάζεται να τον καλέσει στο τηλέφωνο. Οκτώβρη μήνα το εξοχικό θα είναι άδειο. Μόλις φτάσει θα βγάλει το φτυάρι από την αποθήκη, θα ανοίξει ένα λάκκο στην πίσω αυλή, θα τακτοποιήσει το πτώμα και θα φύγει.

Φτάνει στο σπίτι. Βγάζει το παλτό της και πηγαίνει στο παιδικό δωμάτιο. Καμία νεκρανάσταση. Κάθεται στο γραφείο και πατά το κουμπί έναρξης του υπολογιστή. Μετά από δέκα λεπτά το μηχάνημα καταφέρνει να ανοίξει. Τινάζεται στη θέση της μόλις ακούει το γνώριμο κουδούνισμα. Πατά με τον κέρσορα το πράσινο σημαδάκι και η οθόνη γεμίζει με το χαμόγελό του γιου της.

«Κοπάνα σήμερα κυρία μου;».

«Είχα μόνο τρεις ώρες. Εσύ δεν δουλεύεις;».

«Έχω διάλειμμα. Κάναμε την πρώτη βόλτα στα δωμάτια των ασθενών κι έχω λίγο χρόνο να μιλήσουμε. Όλα καλά εκεί;».

«Όπως τα ξέρεις. Τα ίδια και τα ίδια. Εσύ πώς είσαι; Τρως καλά;».

«Ναι ρε μάνα μην αρχίζεις πάλι».

«Ο καιρός πώς είναι; Βρέχει συνέχεια;».

«Προφανώς».

«Να ντύνεσαι ζεστά και να παίρνεις ομπρέλα».

«Ξέρω, ξέρω. Ο γεράκος μας πώς είναι; Πώς και δεν είναι κοντά σου; Δεν με άκουσε;».

«Ε, ξέρεις τώρα. Κοιμάται του καλού καιρού».

«Ελπίζω να τη βγάλει μέχρι τα Χριστούγεννα. Ψιθύρισέ του στο αυτί πως θα έρθω στις 20 Δεκέμβρη, έκλεισα εισιτήρια χθες. Τι είπε η κτηνίατρος;».

«Ό,τι λέει πάντα».

«Μήπως να πηγαίναμε σε κάποιον άλλον;».

«Αν χειροτερέψει, ναι. Αλλά μην σε νοιάζουν αυτά. Δεν παθαίνουμε τίποτα. Εσύ να είσαι καλά. Λαδερά τρως; Όχι όλο κρέατα. Και λαχανικά σε παρακαλώ πολύ».

«Ναι, μην ανησυχείς. Λοιπόν σε αφήνω. Θα τα πούμε. Χάιδεψέ τον μόλις ξυπνήσει. Από εμένα πες του».

«Εντάξει. Και όπως είπαμε να τρως καλά και να…».

Δεν προλαβαίνει να τελειώσει την φράση της. Η συζήτηση για τα λαχανικά έχει πάντα το ίδιο αποτέλεσμα. Σβήνει τα φώτα του σαλονιού μόλις σηκώνεται και πηγαίνει στην κουζίνα. Βγάζει ένα πακέτο μακαρόνια από το ντουλάπι. Γεμίζει με νερό την κατσαρόλα και την ακουμπά στην εστία. Ανάβει το μάτι. Κάθεται στην καρέκλα του τραπεζιού. Τέσσερις καρέκλες, τέσσερα σουπλά. Κοιτά τις τρεις άδειες καρέκλες, ακουμπά τους αγκώνες στο τραπέζι και κρύβει το πρόσωπό της ανάμεσα στις παλάμες της. Το νερό κοχλάζει, οι πρώτες μπουρμπουλήθρες πετάγονται δεξιά κι αριστερά. Δεν βιάζεται να σηκώσει το καπάκι.

Δαμιανός Αγραβαράς

*φωτογραφία: Andy Warhol, “Portrait of Maurice” [1976]

ΑΛΛΕΣ ΔΗΜΟΣΙΕΥΣΕΙΣ

Μα(ρά)ζι

Τραγουδάκι Τρίτης Στο πάρκο και στο πράσινο παγκάκι σφυρίζω σιγανά ένα...

Paul Verlaine, Κρόνια ποιήματα [Poèmes Saturniens (1866)]

Μετάφραση: Πέτρος Φωκιανός     Marco Μαρκό Quand Marco passait, tous les jeunes hommes Όταν...

Έφη Αρμένη, Τρία Ποιήματα

Δικαίωμα να κολλήσω όπως το σαλιγκάρι πάνω στον τοίχο να κρύψω τις...

Λικέρ Μπανάνα

Για το επόμενο δίωρο ο καθένας θα κοιτάει αμήχανα...