Κάποιο τέλος

«Περιπλανιόταν ήδη ένα μισάωρο στο Πεδίον του Άρεως. Η μέρα ήταν μουντή και το
πρωί είχε ήδη βρέξει. Γκρίζο και υγρασία έβλεπε και αισθανόταν. Ήθελε να σκεφτεί.
Είχε πολλά πράγματα να βάλει κάτω, να τα υπολογίσει, να τα ζυγίσει και να πάρει μια
απόφαση. Εκείνη δεν ήθελε να κάνει παιδιά. Γενικά.

Όταν ήταν δύο χρόνια μαζί ζευγάρι, είχε πει ότι άμα έκανε ποτέ παιδιά, θα ήταν
ξεκάθαρα μαζί του. Είχε κολακευτεί τότε. Σκεφτόταν ότι της ήταν σημαντικός, τόσο
πολύ σημαντικός που για εκείνον θα άλλαζε γνώμη. Μα δεν έβλεπε πόσο υπέροχη
θα ήταν η οικογένειά τους;

Θα είχαν ένα παιδί να τους μοιάζει, με φεμινιστικές και κομμουνιστικές αξίες,
κληρονομικά δοσμένες από την μαμά και τον μπαμπά. Θα είχε τα καθαρά γαλανά
της μάτια. Εκείνος θα αντίκρυζε στο παιδί του εκείνη κάθε φορά που θα το κοίταζε.
Αγάπη διπλάσια, πολλαπλασιασμένη στο βλέμμα.

 

 

Μετρούσαν ήδη έξι χρόνια μαζί. Όχι μόνο δεν είχε αλλάξει γνώμη, αλλά εκείνη ήταν
πλέον κατηγορηματική. Είχαν περάσει δύσκολα τον τελευταίο χρόνο.

Η πανδημία δεν της είχε φερθεί καλά. Την είχε μελαγχόλησε. Σε αντίθεση με εκείνον
που χαιρόταν να είναι ήταν μαζί της διαρκώς. Του άρεσε να την ακούει να απαγγέλει
τα ποιήματά της, εκείνος να τις διαβάζει τα άρθρα που έγραφε στην εφημερίδα, να
αγκαλιάζουν τα γατιά τους. Είχαν μια πνευματική σχέση απόλυτης αγάπης και έρωτα.

Ήταν πανευτυχής. Ζούσε έναν ιδανικό έρωτα.

 

Περπατούσε προς Κυψέλη πίσω. Στο σπίτι τους. Για να είναι μαζί της θα απαρνιόταν
κάτι που ήθελε. Εξάλλου εκείνη ήταν η ζωή του και δεν μπορούσε να την φανταστεί
μακριά της. Τα παιδιά ήταν υπερτιμημένα. Είχαν την αγάπη τους και τρία γατιά. Θα
της ανακοίνωνε την απόφαση του. Δεν ήθελε παιδιά αν δεν ήθελε και αυτή.»

 

 

Η Αλεξάνδρα παράτησε το μισοτελειωμένο χειρόγραφο σκεπτική. Το βρήκε μέσα
στην παλιά ξύλινη εταζέρα του διαμερίσματος. Η εταζέρα πήγαινε πακέτο με το σπίτι.
Το μόνο έπιπλο που άφησαν οι προηγούμενοι ενοικιαστές πίσω, μαζί με αυτό το
προσχέδιο διηγήματος. Της κίνησε την περιέργεια η ιστορία που διάβασε. Τι να είχε
απογίνει το ζευγάρι;

-Χρυσάνθη, ρώτησε την συγκάτοικο, ξέρεις τίποτα για αυτούς που νοίκιαζαν πριν
από εμάς στο σπίτι;

-Ένα ζευγάρι ήταν, φίλοι του Θάνου, του πρώην μου, του βλάκα. Τι τον θυμήθηκα και
συγχύστηκα πάλι..

-Τους ήξερες;

-Όχι καλά, Κανά δύο φόρες σε κάτι τραπεζώματα. Ευγενέστατοι, αλλά λίγο βαρετοί.
Γιατί;

-Έγραφε κάποιος από τους δύο;

-Δεν θυμάμαι, από ότι άκουσα όμως από την σπιτονοικοκυρά χώρισαν, γι’ αυτό και
μετακόμισαν.

-Μάλιστα. Κρίμα.

-Ναι. Πάντα είναι στενάχωρες αυτές οι καταστάσεις. Τι κρατάς εκεί;

-Τίποτα. Μάλλον κάποια αρχή διηγήματος ή το τέλος του.

-Είσαι «drama queen», είπε η Χρυσάνθη γελώντας και κατευθύνθηκε προς το
σαλόνι.

Η συγκάτοικος της ήθελε να τελειώσει το σκούπισμα για να πάει για μπύρα στο
καφενείο δίπλα στο σπίτι τους. Λογικό. Ήταν μια καινούργια αρχή αυτό το σπίτι, μια
ανανέωση και για τις δυο τους, όμως τώρα η Αλεξάνδρα ένιωθε κάπως βαριά την
ατμόσφαιρα.

Κοίταξε την σελίδα που κρατούσε με μία θλίψη. Την έβαλε στο πορτοφόλι της και
ευχήθηκε να είχαν πάει όλα καλά για Εκείνον και Εκείνη, και ας επέλεξαν χωριστούς
δρόμους. Είχε ανάγκη από μία δροσιστική μπύρα.

 

Χρυσάνθη Σουκαρά

*η μεταξοτυπία «Επιστροφή» του Δημοσθένη Κοκκινίδη

ΑΛΛΕΣ ΔΗΜΟΣΙΕΥΣΕΙΣ

Τέσσερα ποιήματα της Α. Αραπάκη

Τοτέμ Ένας φίλος σου σκοτώθηκε προχθές Στην άκρη του δρόμου. Δεν μυρίζει...

Ζώνες Μόνιμων Κατοίκων Ή Τα μακρά τείχη των Αθηνών

Το κέντρο είναι δικό σου. Τα Εξάρχεια από την Ασκληπιού μέχρι...

Κανονικότητα

Αναρωτιόταν τι νόημα έχουν οι πράξεις της εάν δεν...