— Σε παρακαλώ μπορείς να περάσεις απ’ το σπίτι, μου λέει στο τηλέφωνο η Μαίρη. Ο Πέτρος κοιμάται τρεις μέρες συνέχεια και δεν ξέρω τι να κάνω.
Ένιωσα έκπληξη, αλλά δεν αντέδρασα με έντονο τρόπο, σεβόμενος τις συνθήκες που ζούσαμε.
— Βρε Μαίρη, τώρα μου το σκέφτηκες; της λέω, δίχως να ανεβάσω τον τόνο της φωνής μου. Είναι δύσκολο να βγω από το σπίτι, να δικαιολογήσω την έξοδό μου. Γιατί δεν παίρνεις στο νοσοκομείο να έρθουν να τον πάρουν;
— Δεν ξέρω, νομίζω ότι εσύ μπορείς να χειριστείς την κατάσταση καλύτερα.
— Πήρες τον σφυγμό του, αναπνέει;
— Αυτό είναι το παράξενο. Δεν έχει σφυγμό αλλά ανασαίνει.
— Η καρδιά του;
— Δεν την ακούω.
— Καλά, έρχομαι.
Έφτασα σπίτι της μετά από είκοσι λεπτά. Είδα τον Πέτρο ξαπλωμένο στο κρεβάτι. Επιβεβαίωσα αυτά που μου είχε πει η Μαίρη. Παίρνω τηλέφωνο στο νοσοκομείο και μετά από σαράντα περίπου λεπτά έρχεται το νοσοκομειακό.
Γυρίζω σπίτι και περιμένω τις εξελίξεις από τη Μαίρη. Αυτό που με απασχολεί, πέρα από το γεγονός αυτό καθαυτό, είναι ότι εγώ δεν γνωρίζω καμιά Μαίρη ούτε κανένα Πέτρο.
Σπύρος Παύλου