Από την ανοιξιάτικη καραντίνα στο καλοκαίρι με τον ιό

Cul de sac

Λες ότι το μόνο που μπορείς να αγκαλιάσεις και σήμερα είναι τα γόνατα σου
Λες ότι το μόνο που φαντάζεσαι πια είναι να μην φαντάζεσαι
Λες ότι θέλεις να στροβιλιστείς στροβιλιστείς στροβιλιστείς
Λες ότι υπάρχει ένα σπιράλ μοτίβο στα σύννεφα που σου θυμίζει αυτό που αγαπάς
Θα πλύνεις τα χέρια σου μέχρι να εξαφανίσεις τον ιό και καταλάθος θα εξαφανιστείς κι
εσύ
Έστω, ό,τι είναι είναι
Λέμε πως θα ταξιδέψουμε όλο τον κόσμο χωρίς λεφτά και χωρίς αυτοκίνητο
Λέμε πως υπάρχει κάτι στον τρόπο που αγγιζόμαστε, ίσως το κάτι αυτό να είναι το
γεγονός πως τώρα είναι αδύνατον να σε αγγίξω, ίσως μετέτρεψα ξανά την απουσία σε
“κάτι”, όλοι δεν το κάνουμε;
(“θα σε χαϊδεύω για πάντα τ’ ορκίζομαι”)
Αν μπορούσα να ξεκινήσω από την αρχή θα ξεκινούσα και θα ξαναξεκινούσα
Δεν υπάρχει τίποτα που να μην έχω ήδη φανταστεί
Το μόνο που φαντάζομαι πια είναι να μην φαντάζομαι
Σας κοιτάζω χωρίς να σας βλέπω και υπάρχω χωρίς να υπάρχω
Ίσως μόνο, αν μπορούσα να ξεκινήσω από την αρχή.

Διαιτητικός σπαραγμός

Η Κυψέλη δεν αντέχει άλλα διαφημιστικά σποτάκια για την πανδημία και βγαίνει στους
δρόμους να δικαιωθεί για τους δύο μήνες που μας φάγανε, να χαϊδευτεί να φιληθεί να
γλειφτεί
Δεν μας τιμωρούν γιατί τους αρέσει που ξοδεύουμε, μείνε ασφαλής και πλήρωνε κι αν δεν
μπορείς να μείνεις ασφαλής τουλάχιστον παράγγειλε το ακριβότερο κοκτέηλ του
καταλόγου.
Αυτή τη φορά σε πόνεσε η ένεση
Δεν είναι όλοι το ίδιο ελαφροχέρειδες, στο είπα.
Το πρώτο άπερολ σπριτζ του καλοκαιριού μαζί με πάνκεηκς τίγκα στη μερέντα, το γράφει
στην δίαιτα μου ρε, τις Κυριακές λέει: αλκοόλ, ζυμάρι και ορός γάλακτος με φοινικέλαιο,
ιδανικά όλα μαζί σε ένα γεύμα, μπουστ στον μεταβολισμό και την ψυχή μου.
Η συνθήκη αλλάζει από λεπτό σε λεπτό, πότε ήταν που ήταν χειμώνας και νόμιζες ότι θα
ερωτευόμασταν φρικτά;
Γυρίζουμε στο δωμάτιο σου και φασωνόμαστε ενώ παίζει το παρά πέντε στο λάπτοπ
Σκέτη καύλα κι ακόμα να μ´ ερωτευτείς
Το δωμάτιο σύντομα θα πάψει να είναι δικό σου και ίσως ήταν καιρός
Μας έχω φτιάξει ζελέ με μπισκότα και γιαούρτι, ναι το γράφει κι αυτό, για μετά το βραδινό
λέει: ζελατίνη και κάτι σε γαλακτοκομικό, εντάξει;
Παλεύουμε την μοναξιά ανελέητα
-Κανένας δεν λυσσάει να κοιμηθεί με κανέναν αλλά όλοι πάντα λυσσάνε να μην κοιμηθούν
μόνοι-
Επιμένω στη ρουτίνα μου και για να ξυπνήσω ήσυχη πως στο τέλος θα γίνω χορεύτρια
μαζεύω πράγματα και φεύγω.
Σε όλη τη διαδρομή βιντεοσκοπώ την Αθήνα να χάνεται
Ξέρω πως θα είναι πιο καλά στο κρεβάτι μου
Για μια στιγμή, σχεδόν πίστεψα ότι οι μπάτσοι είχαν πάρει από πίσω το τρόλεϊ μέσα στη
νύχτα επειδή δεν φορούσα μάσκα.

Αφροδίτη

Η Αθήνα τη νύχτα γίνεται κίτρινη απ το κακό της
(Πως είναι δυνατόν να είναι Ιούνιος;)
Ανάμεσα στην Σταδίου και την Αιόλου στέκεται μια Αφροδίτη, πάντα με τα χέρια
ακρωτηριασμένα απ τη ρίζα τους, και αναρωτιέται (πως είναι δυνατόν να είναι Ιούνιος και)
πως έγινε και της κόψαν τα δυο χέρια χωρίς να το πάρει χαμπάρι.
Σπλάτερν: τσεκούρια αίματα ουρλιαχτά, κι αυτή να χαζεύει τη θέα με πλάτη στην
Ομόνοια. «Πόσο ηλίθια είμαι; Να δω τώρα πως διάολο θα κρατήσω με μελαγχολικό ύφος
το κρασί μου στο μπαρ…»
Γυρίζεις σπίτι και σωριάζεσαι στο πάτωμα γιατί (πως είναι δυνατόν να είναι Ιούνιος και) το
λεωφορείο αργούσε τόσο που θα έβαζες τα κλάμματα.
Το βράδυ όλα γίνονται κίτρινα: οι οδηγοί των λεωφορείων, οι περαστικοί, τα αγόρια που
κοιτάς για να νιώσεις εσύ πως σε κοιτάζουν πίσω, κίτρινοι όλοι, και οι βιτρίνες, τα
πεζοδρόμια, τα φανάρια, τα τρόλεϊ, κίτρινα όλα.
Καμία ποίηση δεν απέδωσε ποτέ την ομορφιά ενός καθόλα άσχημου κοριτσιού να
περπατάει το Κολωνάκι με το καινούριο της φόρεμα και αθλητικά.
Ξαπλώνω εξαντλημένη στο κρεβάτι της μαμάς μου αλλά φοβάμαι να κοιμηθώ.
Μένω ξύπνια όλη νύχτα και φυλάω τα χέρια μου.
Τρέμω μην γίνω σταυροδρόμι, μην ξυπνήσουμε μια μέρα με τα χέρια κομμένα να
αναρωτιόμαστε πως έγινε και δεν καταλάβαμε τίποτα.

Νύχτα στη θάλασσα

Το μόνο που φαίνεται από εδώ είναι τα φώτα απ την απέναντι πλευρά του νησιού
Όλη η θάλασσα ένα μαύρο σεντόνι να αφήσεις το βάρος σου πάνω του να σε πάει όπου
θέλει ή όπου είναι να πας
Τρία κορίτσια ξαπλωμένα ανάσκελα στο νερό κοιτάζουνε τον γαλαξία
Τα αυτιά τους ακούνε μόνο τα βότσαλα να τρέμουν
Σε λίγο ανατέλλει το φεγγάρι
Η Δήμητρα λέει πως λατρεύει τις ανατολές, «όλες οι αισθήσεις μαλακώνουν στις
ανατολές»
Μπουκώνουμε μπισκότα και σταφύλια
Τα κινητά μας αδυνατούν να απαθανατίσουν την στιγμή όπως και κάθε άλλη
Κύματα στάχια αέρας κορμιά
Σκέφτεσαι πως σε λίγο καιρό θα σας κλείσουνε πάλι στα σπίτια σας να μετράτε πτώματα
μέσα απ την οθόνη
Σκέφτεσαι τον έρωτα σου, τις περιττές θερμίδες απ τα μπισκότα, την ιδέα πως όσοι
πεθαίνουν γίνονται αστέρια
Τρία κορίτσια έχουν μάθει τα λόγια τους απ´ έξω κι ανακατωτά και περιμένουν τη στιγμή
και η στιγμή δεν έρχεται,
έχουν προετοιμάσει και χιλιοπροβάρει τις ευχές τους και περιμένουν ανάσκελα πάνω στο
νερό αλλά δεν λέει να πέσει αστέρι
Μετά από πόσα κύματα δικαιούσαι να τα παρατήσεις;
Κάποτε θα έλεγα ποτέ, τώρα δεν ξέρω
Απόψε πάντως όλοι όσοι χάσαμε δεν το κουνάνε ρούπι από πάνω μας
Αφήνεσαι στη στιγμή για ένα δευτερόλεπτο και είναι το ένα που μετράει, δεν τις
χρειάζεσαι τις ευχές πια, αρκεί για λίγο που αιωρείσαι κι ας τα χεις παρατήσει
Τρία κορίτσια κολυμπούν ανάμεσα στ´ αστέρια τον Αύγουστο
Αν ο κόσμος τελειώσει μετά από αυτό το καλοκαίρι, τουλάχιστον υπήρξαμε για μια στιγμή

Ιούλιος

Κρεμάσαμε γιρλάντες από γιασεμιά σ´ όλη την πόλη
και περιμέναμε να νυχτώσει για να μυρίσει η Αθήνα καλοκαίρ
Βάλαμε να παίζει στη διαπασόν στο μετρό η αγαπημένη μας πλέηλιστ και περιμέναμε
ποιος θα υποχωρούσε πρώτος
Ένα αγόρι πέταξε τα παπούτσια του στις ράγες και άρχισε να χορεύει σαν να ήταν η
τελευταία φορά
Είχα φορέσει το αγαπημένο μου φόρεμα και είχα αποφασίσει να διασχίσω τρέχοντας όλη
την Πανεπιστημίου
Ραντεβού στον τερματισμό: όποιος φτάσει τελευταίος θα πρέπει να διασχίσει με φιλιά
ολόκληρο το σώμα του άλλου
Δίκαιη συμφωνία
Το αγόρι στο μετρό δεν μάθαμε ποτέ αν έφτασε στο σπίτι του ή αν έμεινε στην αποβάθρα
να χορεύει ξυπόλητο
Κρέμασα στο μπαλκόνι κάθε προσδοκία και έτρεξα για πρώτη φορά αληθινά ανέμελη και
έτοιμη να αγκαλιάσω κάθε τι που θα μπορούσε να πάει λάθος
Εκείνη τη φορά, όλα πήγαν σωστά
Στον αγώνα βγήκες νικητής και αναγκάστηκα να σε διασχίσω με το στόμα: μου πήρε τρεις
ώρες, σαράντα οχτώ λεπτά και πενήντα εννιά δευτερόλεπτα και ήταν τα καλύτερα της
ζωής μου
Στην επιστροφή παρατηρώ την Αθήνα να ξυπνάει σαστισμένη απ τον ύπνο, στο
ραδιόφωνο ακούμε πως το προηγούμενο βράδυ ένα αγόρι χόρευε το αγαπημένο του
τραγούδι στην αποβάθρα προς Ανθούπολη και την στιγμή που το τρένο φάνηκε μέσα απ
το τούνελ βούτηξε στις ράγες
Λένε πως νόμιζε πως θα προλάβαινε να πιάσει τα παπούτσια του
Αλλά εμείς ξέρουμε
Αυτή τη φορά περπατάμε όσο πιο αργά αντέχουμε, δεν θέλουμε με τίποτα να φτάσουμε
οπουδήποτε, αναρωτιέμαι αν είμαστε σχιζοφρενείς ή απλά πολύ κουρασμένοι
Η πόλη μυρίζει καυσαέριο,
μαζέψανε νωρίς τα γιασεμιά για φέτος

Summer Nursery Rhyme, No. 2 / Αύγουστος

Σκηνές, φεγγάρια, κόκκινα φουστάνια
μαλλιά-στάχυα στον αέρα
φύκια σύκα και μεταξωτές κορδέλες
πεταλίδες
αγκώνες γδαρμένοι ήλιοι βασιλεμένοι
το λατρεύω αυτό το πουκάμισο
τα σύκα είχαν γεύση δική σου και μ’ έπιασε παλινδρόμηση
πολύ βαρύ το επιδημιολογικό φορτίο
η βουκαμβίλια κατάπιε το σπίτι της και όλη της την οικογένεια
Οι φίλοι σου κλέβουν φρέσκια κάπαρη από έναν κήπο και σ’εχουν αφήσει να φυλάς
τσίλιες
97, 98, 99 φτου και βγαίνω
το μόνο που θέλεις είναι να βρεθείς
για μια στιγμή είχες θελήσει να μην φύγεις
φτου ξελευθερία για όλους εκτός απο σένα
ότι υπήρξε για μια στιγμή δεν γίνεται να πάψει να έχει υπάρξει
ήταν κλεμμένη αυτή η ατάκα και θα έπρεπε να έχει μπει σε εισαγωγικά
Στο μυαλό της υπάρχει ένας παλιός καναπές σε μια απέραντη παραλία και πάνω του
κάθεται ένας άνθρωπος κουρασμένος με το τηλεκοντρόλ στο χέρι και παλεύει να αλλάξει
κανάλι στον ωκεανό
χτύπα το να λειτουργήσει
χτύπα με να λειτουργήσω, με το καλό δεν καταλαβαίνω
(σε πυρπολώ με τρυφερότητα, πόσο ν’ αντέξεις;)
μετράμε πεφταστέρια, ώρες και κρούσματα
η κοντινότητα είναι μια λέξη τρομακτική και δεν τολμάς να τους πεις πόσο την έχεις
ανάγκη
δεν τολμάς πολλά
(Λένε ότι τα πράγματα που θέλουμε περισσότερο, τείνουμε ασυνείδητα να τα
αποφεύγουμε όταν φτάνουμε κοντά στο να τα αποκτήσουμε· ίσως είναι και μια άρνηση να
δεχθείς πως σου αξίζουν)
Σε αυτό το σοκάκι θα δεις:
το μεγάλο κυνήγι της κάπαρης, την σαρκοβόρα βουκαμβίλια, το γαλάζιο σπίτι, την μαγική
συκιά, τα παιδιά στο γήπεδο που παίζουν το αιώνιο κρυφτό, την σκιά της πρώτης σου
αγάπης, φτου ξελευθερία για όλους και πρέπει να τρέξεις και πόσα πολλά δεν πρόλαβες
να της πεις
σύρμα
σύρμα
σύρμα
Άρπαξε ότι προλαβαίνεις και τρέχα

Ναταλία Καλογεροπούλου

ΑΛΛΕΣ ΔΗΜΟΣΙΕΥΣΕΙΣ

20 Δεκέμβρη

Δεν περίμενε πως θα πεθάνει, παρόλο που η γιατρός...

Μα(ρά)ζι

Τραγουδάκι Τρίτης Στο πάρκο και στο πράσινο παγκάκι σφυρίζω σιγανά ένα...

Paul Verlaine, Κρόνια ποιήματα [Poèmes Saturniens (1866)]

Μετάφραση: Πέτρος Φωκιανός     Marco Μαρκό Quand Marco passait, tous les jeunes hommes Όταν...

Έφη Αρμένη, Τρία Ποιήματα

Δικαίωμα να κολλήσω όπως το σαλιγκάρι πάνω στον τοίχο να κρύψω τις...