Μεσημέρι. Ο ήλιος επιμένει να μένει ψηλά ακόμα. Καυτός. Αέρας λίγος, να μην τον συνηθίσεις. Δροσερά ποτά, σε μορφή γλάστρας πάνε και έρχονται. Θαλασσινές πιτσιλιές πέφτουν και στάζουν πάνω στα σώματα. Άμμος τινάζεται από τις πετσέτες σε ενοχλημένα πρόσωπα που πασχίζουν για ένα έγκαυμα.
Είναι ένα μικρό αγοράκι. Στην ηλικία, που σε καμιά εβδομάδα από τώρα αρχίζεις να ψάχνεις την κασετίνα της χρονιάς, που κάθε Κυριακή ξυπνάς πρώτος για κορν φλέικς και παιδικά. Είναι ανέμελος, έτσι όπως πρέπει να είναι. Βρεγμένος από τα παιχνίδια στην θάλασσα, γεμάτος χαρά. Χαίρεσαι.
Είναι διακοπές στο νησί. Είναι με φίλους και συγγενείς. Νιώθει ασφάλεια, σκέφτεται τι θα γίνει όταν μεγαλώσει. Αυτά τα σκέφτεται άλλη στιγμή, τώρα μπορεί να παίξει στα κύματα. Κάθεται να πιει coca cola με την φίλη του. Από δυο καλαμάκια ο καθένας. Η παραλία έχει και κάτι βράχους χορευτές, μπορεί να ανέβει στις καμπύλες τους και να κάνει βουτιές. Μπορεί έτσι να εντυπωσιάσει και την φίλη με την coca cola. Μπορεί να σκέφτεται, μπορεί να σχεδιάζει. Μιλά κάποια μεσογειακή γλώσσα.
Η Άνοιξη τον δυσκόλεψε. Όχι πάρκα, όχι βόλτες, πολλές ειδήσεις, λίγα παιδικά. Λίγη όρεξη. Πολύς χρόνος. Λίγος χώρος. Έκανε υπομονή.
Οι γονείς συνέχεια σπίτι. Κλειστή πόρτα και από πίσω ακούγονται κλήσεις στο skype. Διάλειμμα για φαγητό και κανείς δεν μιλάει. Τελειώνουν και ξανά μέσα. Η ανταμοιβή του για όλη αυτή την κλεισούρα δεν μπορεί, θα ερχόταν. Δεν καταλαβαίνει τι γίνεται. Του φαίνονται όλα σαν ταινία μπάτμαν, μόνο που ο μπατμαν δεν εμφανίζεται να σώσει την κατάσταση. Στην αρχή η ιστορία με την μάσκα ήταν αστεία. Αγόρασε μια με σχέδια και κορόιδευε με τους φίλους στο σχολείο. Μετά έκλεισε το σχολείο, μετά κούρασε και η μάσκα.
Έφτασε το Καλοκαίρι. Βγήκε στην παραλία. Σαν δελφινάκι. Ο κόσμος του ανήκε.
Υπάρχει ένα αγόρι. Στην ηλικία του. Η Άνοιξη αυτή ήταν σαν όλες τις άλλες. Αυξημένη απλά η δυσκολία. Κίνδυνος, ανασφάλεια. Φόβος για την οικογένεια. Φόβος για τον εαυτό του.
Δεν πιστεύει στον μπάτμαν. Ούτε στον Αϊ-Βασίλη, ούτε στην νεράιδα, ούτε σε κανέναν. Ψέματα όλα. Μύθοι για όσους έχουν χρόνο να τους ακούσουν και όρεξη να τα πιστέψουν. Ιστορίες για παιδιά. Αυτό δεν είναι πια παιδί. Είναι σκιά που την τραβούν και χάνεται. Που την σπρώχνουν για να πέσει. Που την μισούν, που την εχθρεύονται. Που την βγάζουν στις ειδήσεις να την απαριθμήσουν.
Μιλάει πολύ όμορφη γλώσσα. Τα γράμματα της χορευτές, που κρύβουν πίσω τους λέξεις. Όλες οι φωνές μια ατμόσφαιρα. Σκηνικό από παραμύθι, με ελέφαντες και σκαλιστά λυχνάρια που πραγματοποιούν ευχές. Παλάτια και μυρίζει έρημος.
Αυτό το παιδί δεν σηκώνει το κεφάλι. Δεν θέλει νερό και θάλασσα. Όχι άλλη. Αρκετά. Ακούει μέσα από την κοιλιά, βρισιές να πέφτουν στην μάνα του. Δεν θα ακούσει να της παίρνουν παραγγελία σε κάποιο όμορφο παραλιακό μαγαζί. Δεν θα ακούσει να την ρωτάνε αν «χρειάζεται κάτι άλλο». Οι αναμνήσεις του από την θάλασσα είναι κακές. Πικρές, όχι αλμυρές. Σχέδια για αυτόν δεν υπάρχουν. Να καταφέρει να ζήσει. Στοίχημα. Σχέδια όχι, σχεδίες μόνο. Δεν το ακούει κανείς όταν φωνάζει γιατί είναι πολύ δυνατά η μουσική από το beach bar και όλοι βλέπουν τηλεόραση. Στον κόσμο ανήκε.
Μαριάννα Μιχάλα