[Μια μέρα μόλις μετά…]

Μια μέρα μόλις μετά την άρση της υποχρεωτικής καραντίνας. Είχε έρθει και η Ιωάννα. Στο τέλος της μέρας έχουμε μόνο ανθρώπους. Η πίστη κάθεται στα σκαλιά μιας εκκλησίας, που δεν ήταν εκκλησία. Το πρωί της ίδιας μέρας, η πίστη σχεδόν σκότωσε έναν ντελιβερά στην Κυψέλης. Τον έριξε κάτω από το μηχανάκι, και εκείνος κείτονταν αριστερά δεξιά, με το κράνος του. Φαντάστηκα πόσο θα βουίζει το κεφάλι του, και έπειτα θυμήθηκα πόσο βουίζει το δικό μου και ας μην έχω πέσει ποτέ από μηχανάκι. και ας μην με έχει ρίξει ποτέ κόκκινο αυτοκίνητο, παπά, από μηχανάκι. και ας μην ήμουν ποτέ ντιλίβερι μπόι. Επικρατούσε, τόση γαληνή στην φασαρία της πλατείας. Οι συμπτώσεις ηχούν πολύ δυνατά. ναι θυμάμαι σε είχα σερβίρει, σίγουρα σε έχω σερβίρει. Γελάμε σαν να είναι η τελευταία φορά που θα γελάσουμε πριν κοιμηθούμε και το άλλο πρωί βλέπουμε εκείνη την ταινία μικρού μήκους, και σε σκέφτομαι τόσο πολύ, και μετά φοβάμαι να κοιμηθώ. Χορεύουμε στις 3.30 το πρωί, με την Ιωάννα να μας λέει να σκάσουμε για να κοιμηθεί, μέσα από ένα μήνυμα με μια καρδιά που δεν είδαμε ποτέ. Την έβγαλα μια φωτογραφία, στο σαλόνι, όταν την πήρε ο ύπνος, φάνηκε σαν όλα να γυρίζουν. Στο σαλόνι το μπλε φως από την σχολή οδήγησης  απέναντι, έλαμπε μέσα από το στήθος της και τα γατιά χοροπηδούσαν. Μπερδεύονταν στο κίτρινο του δρόμου, που και που περνούσε κάποιο μηχανάκι ή παιδιά με σκέιτ. Της τσαλαπατούσαν την πιζάμα. Όταν ξαπλώνουμε η μια πάνω στην άλλη, ή δίπλα, ή από κάτω, δεν φοβόμαστε καμία πανδημία γιατί στο τέλος ο φόβος της ανυπαρξίας είναι αυτό που μας τρομάζει περισσότερο.

Μας σταμάτησαν τη ζωή για λίγο. Μας χάρισαν δυο μήνες. Πόσο δεν τους θέλαμε. Ήταν άδειοι. Σχεδόν ξεχάσαμε πώς είναι να μας αγγίζουν, πώς είναι να φιλάμε. Τον έρωτά μας, τους γονείς μας, εκείνη που μισούμε περισσότερο από όλα. Γι αυτό περπάτησα όλη την Συγγρού την άλλη μέρα. Να βρω εκείνον που υπέγραψε τους δυο μήνες και να τους γυρίσω πίσω χωρίς αιτιολογία. Να τους πετάξω από πάνω μου. Μαζί και την κάθε ασφάλεια που βρήκα σε αυτούς, την κάθε ηρεμία. Δεν ζήτησα χρόνο από καμία κυβέρνηση, από καμία καθαρή παλάμη βρόμικων χεριών. Εγώ ήθελα απλά την δικιά σου. Αποφάσισα, φέτος δεν θα ξαναπιώ λευκό κρασί. δεν θα φάω ακτινίδια. θα μπορούσα να τα απολαύσω μόνο, αν βουτούσες τα δάχτυλα σου πρώτα στο λευκό και έπειτα με τάιζες. μάλλον, το να γλείφεις χέρια, δάχτυλα, στόματα δεν είναι στα μέτρα αποστασιοποίησης, και ίσως πληρώσω την ηλικία μου επί εκατό. Τουλάχιστον θα έχω για μερικά δευτερόλεπτα τα δάχτυλά σου στο στόμα μου.

Σήμερα σκέφτηκα πως έχω να σε δω πολύ καιρό και πως ίσως οι δυο μήνες ήταν στο τέλος, μια μέρα. Αν ήταν έτσι, τότε με σιγουριά μπορώ να σου πω, πως θα προτιμούσα να μην είμαι μακριά σου ούτε μία ώρα. Χωρίς αρχή και τέλος, μια ενιαία μέρα, σε έναν κόσμο που δεν ξημερώνει ποτέ και η νύχτα αργεί να έρθει. Κρατάω και θυμάμαι μια Τετάρτη, εκείνη του Αστορ, που καθίσαμε στο Αθηναίο και μου είπες το πιο γλυκό πράγμα που μου έχουν πει ποτέ. Πάντα πίστευα στους ανθρώπους. Στα χέρια των ανθρώπων που στέκονται αμήχανα, σαν προέκταση των ματιών.

Μια στιγμή που καθόμασταν με την Κατερίνα αγκαλιά και ήταν ήσυχα. όλα έμοιαζαν σωστά. Τα σώματα μας είναι άυλα, χωρίς την επαφή των άλλων σωμάτων. Θέλω να σου πω, πως σιχάθηκα να με αγγίζω, πως σιχάθηκα να ακουμπάω την ίδια ζέστη κάθε μέρα. Το σώμα μου, που είναι άυλο χωρίς το δικό σου να το ζεσταίνει, θέλει να αδειάσει από τα υγρά του, να μην πιει νερό, να στραγγίξει και από την τελευταία ενοχή. Να γίνει ένας ψίθυρος που θα καταλήξει σε οργασμό. Οι τύψεις. Να ανοίγεις το παράθυρο, να αερίζεται καλά ο χώρος, αν έχεις στο σπίτι κάποιον ασθενή. Το δικό μου παράθυρο θα έπρεπε να είναι ανοιχτό πολύ καιρό πριν γεννηθώ. Το πονεμένο σώμα, εκείνο που κρέμεται κατά το ήμισυ από το μπαλκόνι, δεν χρειάζεται μόνο επαφή για να γίνει αντιληπτό. Χρειάζεται φιλιά, πολλά φιλιά, και τρομακτική τρυφεράδα και μια σπρωξιά για να μην είναι πια κατά το ήμισυ κρεμάμενο. Αν μπορούσα να αποφασίσω για το  μέλλον των άλλων, θα κοιμόνταν ευτυχισμένοι ή θα ξυπνούσαν να αρχίσουν πάλι. Η τύφλωση, ο κόμπος στο στομάχι, οι ταχυπαλμίες, θα σταματούσαν και θα είμασταν όλες ευτυχισμένες. Ψήνεσαι στον πυρετό, και δεν είναι η πανδημία. Αυτή περνάει. Είναι όλα τα κενά κτήρια στον δρόμο για τον σταθμό, που δεν πρόλαβες να επισκεφτείς. Το μπλε των 8 κάνει αντίθεση με τα φανάρια και στο ραδιόφωνο κάτι Βούλγαροι λένε τον πόνο τους.

Θα ήθελα να σου έχω πει λίγες λέξεις ακόμα προτού σε αποχαιρετήσω. Θα ήθελα να έχω πάρει όλη την αρρώστια από την Αθήνα, να γινόταν το πιο ασφαλές μέρος πάνω στη γη. Να γέμιζαν οι πλατείες ζευγάρια γατιών, που θα μπορούσαν να χουζουρέψουν στο κέντρο. Να κάναμε ηλιοθεραπεία στις οροφές των λεωφορείων.

Η αγάπη θα ‘ρθει

Ο Παυλίδης έχει ωραία φωνή.

Εβελίνα

ΑΛΛΕΣ ΔΗΜΟΣΙΕΥΣΕΙΣ

20 Δεκέμβρη

Δεν περίμενε πως θα πεθάνει, παρόλο που η γιατρός...

Μα(ρά)ζι

Τραγουδάκι Τρίτης Στο πάρκο και στο πράσινο παγκάκι σφυρίζω σιγανά ένα...

Paul Verlaine, Κρόνια ποιήματα [Poèmes Saturniens (1866)]

Μετάφραση: Πέτρος Φωκιανός     Marco Μαρκό Quand Marco passait, tous les jeunes hommes Όταν...

Έφη Αρμένη, Τρία Ποιήματα

Δικαίωμα να κολλήσω όπως το σαλιγκάρι πάνω στον τοίχο να κρύψω τις...