Καιγόταν κάτω από τον ήλιο. Θα έπαιρνε χρώμα, αλλά πολύ περισσότερο θα σκότωνε τον ιό. Ήθελε να το κάνει; Δεν ήταν σίγουρη. Καιγόταν, όμως δεν την ένοιαζε. Η φλόγα στην καρδιά της τσουρούφλιζε τις σκέψεις της περισσότερο απ’ τις ακτίνες στο κορμί της. Είχε έρθει πια καλοκαίρι, έπρεπε να ξεχάσει κάθε σκοτούρα, όμως οι μάσκες γύρω της, της θύμιζαν μια εποχή που δεν έμελλε να ξεχάσει. Την εποχή των αποστάσεων, της απομόνωσης αλλά και της αλήθειας.
Ήταν τότε που έστειλε 2 στο 13033. Ήταν τότε που ένα άγνωστο χέρι την άρπαξε καθώς λιποθυμούσε περιμένοντας στην ουρά του σουπερμάρκετ. Ψηνόταν στον πυρετό, κι όμως κάποιος θέλησε να εγκληματήσει ενώπιον όλων. Τι κίνηση. Μια απαγορευμένη πράξη. Ένα σύγχρονο αμάρτημα. Σαν ένας Αδάμ που λύγισε για χάρη της Εύας υπό το βλέμμα κάθε αναμάρτητου, έτοιμος να λιθοβοληθεί με λέξεις. Κανένας δεν είπε τίποτα, όμως όλοι έκριναν σιωπηλά γεμάτοι δέος. Αυτός και εκείνη. Πλέον δύο μικρόβια στο πάτωμα. Οι “θεατές” έκαναν ένα βήμα πίσω. Το δράμα είχε αρχίσει. Για αυτούς ήταν αφέλεια, για εκείνον ήταν θυσία, για εκείνη ήταν σαν την άγγιζαν πρώτη φορά – τόσο είχε ξεχάσει την αίσθηση. Ήταν κάτι μαγικό. Ένα μοντέρνο παραμύθι που σύντομα έμελλε να χαθεί. Ψηνόταν στον πυρετό. Μήπως ονειρευόταν; Μήπως είχε πεθάνει; Το μόνο που θυμόταν ήταν δύο μάτια να την προσέχουν μέχρι να έρθει το ασθενοφόρο.
Κατάφερε να αναρρώσει, όμως η καρδιά της είχε πλέον αρρωστήσει. Είχε αρρωστήσει από συναισθήματα, είχε αρρωστήσει από κάτι το οποίο δεν μπορούσε να ονομάσει. Ένα μείγμα αγάπης και μίσους για αυτό που λέμε «κοινωνία». Γι’ αυτόν τον λάθος ίσως λόγο, συμπάθησε τις μάσκες. Γιατί πίσω από ένα προσωπείο γνώρισε στα αλήθεια μια ψυχή. Γιατί μέσα σε μια εποχή εγκλεισμού και αποστάσεων κάποιος θυμήθηκε πως είναι άνθρωπος – πως εκείνη είναι άνθρωπος και όχι μια εστία μόλυνσης. Για τους άλλους ήταν ανόητος, μα για εκείνη ήταν ένας ήρωας που με κρυμμένη ταυτότητα έπραξε το καλό, που δεν κοίταξε τον εαυτό του αλλά τον συνάνθρωπο.
Καίγεται. Δεν πειράζει. Είναι ωραίο να καίγεσαι όταν δεν είναι από πυρετό. Κάποιες μάσκες φορέθηκαν ώστε άλλες μάσκες να πέσουν. Ίσως να ήταν λάθος που της άρεσε αυτό, όμως ήταν ωραίο και να ονειρεύεται έναν καλύτερο κόσμο.
“Ίσως μια μέρα να σε ξαναδώ, ίσως με άλλη μορφή, ίσως με άλλη μάσκα. Εις το επανιδείν σύγχρονε μασκοφόρε ήρωα”.
Πανωραία Χριστοπούλου