Κι ο χρόνος δικαστής στου έρωτα το αδίκημα
Άτοπος, «Ζωής λιμάνι»
Η ελπίδα ράγισε μαζί με τα νιάτα μας στις αστυνομικές ταυτότητες της ενηλικίωσης/ και τα μαραμένα πια λουλούδια που μου χάρισες τότε/ πολύχρωμα χαπάκια με κρατάνε ζωντανό με μια δόση αισιοδοξίας από χημικά εργαστήρια και stock σε φαρμακεία/ ο παλμός μου δεν ξεχνά το μάταιο του ξύπνιου μου/ στο πάπλωμα του κρεβατιού και οι ημικρανίες δεν βοηθούν και τόσο/ ήρθα να σε πάρω να πετάξουμε για Αθήνα αλλά ήταν όνειρο/ και καθώς το τηλέφωνο χτυπούσε κάποια αίσθηση ψυχογραφήματος ενός Ρώσου λογοτέχνη μού ήρθε στο μυαλό καλοκαιριάτικα/ το νόημα έψαξα λαχανιασμένος σε ξένες αγκαλιές, στα βρομερά σοκάκια των αγοραίων συναλλαγών ξημερώματα.
Με ένα ύφος ολωσδιόλου ανεπιτήδευτο και με μητρική ζεστασιά να με ρωτά μειδιάζοντας:
―Μα καλά, για λίγα χύσια όλα αυτά;
Δαίμονα του Υψηλού μη μου γλείφεις τ’ αφτιά σαν μαύρο κοράκι
Στο ανοιχτό παράθυρο του Χάους της Ομορφιάς
Θα σκοτωθώ
Στα λιμάνια της ζωής, σαν λαχτάρα ναυαγού, ευτυχία, θα σε προσμένω…
*Φωτογραφία: Μαίρη Αγγελίδου