Για το επόμενο δίωρο ο καθένας θα κοιτάει αμήχανα τριγύρω. Με καρφωμένα τα μάτια πάντα σε ένα σημείο, σημείο καταφύγιο, μη τυχόν και διασταυρωθούν οι ματιές μας, να γυρίσουμε ξανά τη ματιά στο σημείο καταφύγιο που επιλέξαμε. Μη τυχόν και ζήσουμε ξανά στιγμή αμηχανίας. Μα έτσι κι αλλιώς, ποιος την προκάλεσε; Σηκωνόμαστε αργά από το τραπέζι και περνάμε στο σαλονάκι. Βγαίνει η τιραμισού και το λικέρ μπανάνας. «Θέλεις;» Δεν απαντώ. Νιώθω το στόμα μου στεγνό. Λυπάμαι για όσα ειπώθηκαν. Λυπάμαι και για την ελπίδα που έπνιξα σε ένα πιάτο παστίτσιο γιορτινό. Κυριακάτικο, μεσημεριάτικο. Λυπάμαι που προσπάθησα να συμμορφώσω μιαν ελπίδα. Λυπάμαι που πιάνω ελπίδες από τα μαλλιά και τις τραβάω να μεγαλώσουν, να ψηλώσουν, να γίνουν νταμάρια, να πιάσουν τόπο, μεγάλο τόπο σε αυτό το σπίτι. Νιώθω το στόμα μου στεγνό, και δακρύζω λίγο. Λέω ότι είναι από τη γύρη εδώ στην εξοχή, ο κήπος που δεν έχω συνηθίσει, με τα λουλούδια και τον αέρα. Καταπίνω μεγάλες ποσότητες αέρα. Τα μάγουλα μου φουσκώνουν. Ναι, θέλω λίγο λικέρ μπανάνα. Όχι, δεν θέλω τιραμισού. Μου το σερβίρει σε ένα μικρό κρυστάλλινο ποτηράκι που έχει χαραγμένα μικρά λουλούδια και ανθάκια στη λαβή του. Βουτώ τη γλώσσα μου στο λικέρ και αμέσως με καίει. Καταπίνω μια γουλιά. Η γεύση του είναι υπέροχη. Καταπίνω άλλη μια. Η μπανάνα με γλυκαίνει. Έρχεται η γλύκα και απλώνεται στο στόμα μου, σε κάθε σημείο της γλώσσας, στα δόντια, περνάει μέσα στα ούλα. Δια μαγείας ανεβαίνει προς τα επάνω. Νιώθω τα ματιά μου να γλυκαίνουν, και επιτέλους τρέχουν δυο τρία δάκρυα. Στο κεφάλι μου απλώνεται γλυκιά ζάλη. Δεν είναι το λικέρ, είναι η αγανάκτηση. Αυτή με γλυκαίνει. Πίνω όσο λικέρ απομένει στο ποτήρι. Το αφήνω στην άκρη του τραπεζιού. Σκουπίζω με την αναστροφή της παλάμης μου το στόμα μου. Σηκώνομαι απότομα από τη θέση μου και συνειδητοποιώ ότι όλοι έχουν στραφεί προς εμένα και με κοιτάζουν. Η κραυγή βγαίνει με αφύσικη ένταση από το στόμα μου. Η αναπνοή μου είναι γλυκιά όσο φωνάζω. Έχει γεύση μπανάνα.
Ηλιάνα Μουτσάκη