«Ήθελα να σου γράψω απόψε, γιατί σου είπα ψέματα. Δεν ήξερα αν θα μου λείψεις. Δεν ήξερα αν θα με αναζητήσεις. Και μου έλειψες και δεν με αναζήτησες. Κάθομαι στο παράθυρο και κοιτώ έξω το παγωμένο οδόστρωμα. Η βροχή και η συννεφιά κάνουν τα φώτα από τα φανάρια θεόρατα. Βλέπω τα αυτοκίνητα και τα λεωφορεία να περνάν, τους ποδηλάτες να τρέχουν πάνω στα κιτρινισμένα και σάπια φύλλα της Λεωφόρου Ζουρντάν.
Και εκεί απέναντι μέσα στην ομίχλη και στο πλήθος νομίζω πως βλέπω το πρόσωπό σου. Βλέπω κι εμένα να αμελώ τον κόκκινο σηματοδότη και να σταματάω την κυκλοφορία. Έρχεσαι και με αγκαλιάζεις. Κι εγώ σε φιλάω παντού ―στα χέρια, στο στήθος, στα μάτια σου, στο μέτωπο― στα χείλη πια αρχίζει η επιδερμίδα μου να φλέγεται. Σε κάθε χάδι παίρνουμε φωτιά σαν τα ξερόχορτα. Σε κάθε φιλί λιώνουν τα μπουφάν και τα κασκόλ μας, λιώνουν τα ρούχα και τα εσώρουχα. Κι όλο που αγκαλιαζόμαστε. Κι όλο που φιλιόμαστε. Σαν να μην καταλαβαίνουμε πόνο ή σαν να λαχταρίσαμε τόσο καιρό αυτόν τον πόνο. Και μας βλέπω έτσι που ο ένας λιώνει μέσα στον άλλο να κλαίμε από επιθυμία και ηδονή. Έτσι που μέσα στην καρδιά του φθινοπώρου γινόμαστε μια μάζα από λάβα και από φως που στάζει πάνω στο πεζοδρόμιο και τον ποδηλατόδρομο, κατρακυλά στην Αμιράλ Μουσέ και κατακαίει το δέκατο-τρίτο διαμέρισμα της πόλης.
Εγώ στέκομαι στην άκρη του παραθύρου και μας κοιτάω σαστισμένη. Κατεβαίνω τρέχοντας. Βγαίνω στη λεωφόρο. Ο πράσινος σηματοδότης ανάβει και περνάω. Το πρόσωπό σου έχει χαθεί. Τα λιωμένα μας σώματα έχουν εξαφανιστεί. Το πεζοδρόμιο είναι σκεπασμένο από ένα παχύ στρώμα φύλλα και βροχή. Πατάω με τα μποτάκια μου πάνω σε αυτό το ολισθηρό στρώμα φθινοπώρου, από κάτω βρίσκω ένα ξεσκισμένο φέιγ-βολάν που γράφει : «ΚΙ ΕΓΩ ΨΕΜΑΤΑ ΣΟΥ ΕΙΠΑ».
Ελλίντα
Παρίσι
20.11.2023