Βραδινός περίπατος 1

της Μαρίνας Πανηγυράκη

Ανοιχτό το φως, το φωτιστικό, η κουρτίνα ορθάνοιχτη κρέμεται κυρτά. Πώς να είναι άραγε η ζωή εκεί; Ένας τοίχος γεμάτος φωτογραφίες μικρές, μεγάλες, κολάζ ανθρώπων, παραστάσεων, ψυχών που υπήρξαν κάποτε, στιγμών που ένα κλικ τις έβαλε στην αιωνιότητα. Ένας διάδρομος που να πηγαίνει μέσα. Μια γαλάζια ντουλάπα, μισοξεβαμμένη, φθαρμένη. Πόσα ρούχα να κατοικούν εκεί, από πότε; Ένα ζαρωμένο πουκάμισο ενός εργένη άνω των πενήντα. Κύριο νεαρό, νεαρό παιδί στο βάθος. Έμεινε νεαρό παιδί. Τι θέλει, τι ζητά, ένα σίδερο. Δηλαδή έναν έρωτα, δηλαδή έναν γερό έρωτα σιδερένιο, χάλκινο ζωγραφιστό. Ζωγραφιστή ζωή στο χαρτί κατά τα σκίτσα στον τοίχο. Χαρτογράφημα κυρίου. Τον λένε Σμιθ. Ή όχι, στην Ελλάδα είναι, τον λένε Πέτρο, ναι καλύτερο αυτό, Πέτρος. Ο Πέτρος δεν είναι στο υπνοδωμάτιο. Κάθεται στο σαλόνι που δεν βλέπουμε, έχει ανοιχτή την τηλεόραση και περιμένει τον έρωτα τρώγοντας ένα αβγό βραστό, το βραδινό του. Δυναμώνει την τηλεόραση. Δεν είναι κανείς εκεί να τον ενοχλεί ή καλύτερα να ενοχλείται από δαύτον. Η τηλεόραση ακούγεται απ’ έξω, από εκεί που περνώ τυχαία κουβαλώντας τα ψώνια μου από το σουπερμάρκετ. Όχι, δεν είναι κουφός, ευχαριστιέται να ακούει δυνατά, να ακούει κάτι, κάτι σημαντικό. Κοντοστέκομαι, είναι βαριά τα ψώνια∙ πήρα ένα λάδι πεντόκιλο χωρίς αυτοκίνητο κι είμαι δεν είμαι σαράντα κιλά. «Βιασμός ανηλίκου, ασέλγεια, ιός, καταγγελία ιού. Κορονοϊού» Μπερδεύομαι. Κάνει ζάπιγκ, ποτέ δεν βλέπει μόνο ένα κανάλι, η ησυχία του δρόμου με πνίγει για λίγο… διαφημίσεις. Φεύγω. Ποτέ δεν μου άρεσαν οι διαφημίσεις, το φως κλείνει. Κοιμήθηκε; Ποιος ξέρει τι άλλο να κάνει. Ίσως είναι ξύπνιος και περιμένει… περιμένει στα σκοτεινά κάνοντας οικονομίες για το μελλοντικό ταξίδι∙ ταξίδι του μέλιτος. Ποιος ξέρει; Απρόβλεπτη η ζωή. Κι η ΤV απρόβλεπτη. «Βιασμός, κορονοϊός, ιός». Η κουρτίνα παραμένει ανοιχτή στη σιωπή. Μόνο η αναμονή μυρίζει. Μυρίζει αγάπη, θαλπωρή. Μυρίζει σαν μωρό που θέλει μια αγκαλιά, ένα χάδι. Ο κύριος Πέτρος είναι εκεί και περιμένει. Προχωρώ∙ σε δυο λεπτά είναι κιόλας παρελθόν. Παρελθόν∙ μια στάση για ανάσα στον δρόμο, μια… τι; Ποιο πράγμα;  Δεν θυμάμαι καν… Λέγαμε για τον… Πάει αυτό πέρασε τώρα, αύριο πάλι, τώρα σπίτι. Σπίτι μου σπιτάκι μου. Το τεράστιο σπίτι μου με περιμένει. Τίποτα άλλο δεν υπάρχει εκτός από αυτό και τον γκόμενο και τη γάτα και τη γιαγιά μου και τον πόνο μου και το σπίτι μου. Τίποτα. Καληνύχτα λοιπόν. Καληνύχτα.

ΑΛΛΕΣ ΔΗΜΟΣΙΕΥΣΕΙΣ

Τα δέντρα στην Αθήνα

Τα δέντρα στην Αθήνα ρίχνουν τα φύλλα τους μετά...

Η τρύπα στον τοίχο

Η τρύπα του απορροφητήρα στον τοίχο της κουζίνας ήταν...

Για τη Βενετία

Πόλη πιο ωραία και απ’ Άνοιξης το πιο ωραίο...

Το αρχέτυπο της αγάπης

Καθένας έχει το δικό του αρχέτυπο της αγάπης: κάθε άνθρωπος...