Τι να σκέφτεσαι και συ που μας παρατηρείς «διακριτικά», πίσω απ’ τα μεγάλα σου γυαλιά ηλίου. Θαρρείς δε καταλαβαίνουμε ότι μας κοιτάς; Καταλαβαίνουμε. Για την ακρίβεια, εγώ καταλαβαίνω, αυτός όχι. Πάντως, μάλλον έχεις αρκετό χρόνο ακόμα να μας παρατηρείς, αφού τα νούμερα αργούν και οι υπάλληλοι εδώ, στο ταχυδρομείο, δουλεύουν σα χελώνες.
Τι να σκέφτεσαι άραγε; Τι βλέπει σαν μας κοιτά ένα παιδί είκοσι-εικοσιδυό χρονώ; Μια κωλόγρια με σκαμμένο πρόσωπο και έναν ανάπηρο παππού σε καροτσάκι; Αυτό είμαστε, αυτό βλέπει, θα μου πεις…
Τον έχεις για λύπηση τώρα στο καροτσάκι του, με το χαμένο του βλέμμα, λογικό είναι, αγόρι μου.. Ούτε πόσα χιλιόμετρα έχουμε περπατήσει αγκαζέ ξέρεις, ούτε πόσα βαλς με έχει χορέψει λογαριάζεις, ούτε τι έρωτα έχουμε κάνει φαντάζεσαι! Αγάπη και πάθος και αρρώστια και ζωή. Και τώρα κατάντια…
Που λες, γεννιέται η κόρη μας η Νεφέλη -έκλεισε τα 40 εχθές- και την παίρνει στα χέρια του πρώτη φορά, να δεις κλάμα και συγκίνηση, σα παιδάκι έκανε. Και του λέει ο γιατρός, με νάζι ψεύτικο, φτιαχτό: «Κύριε πατέρα, τι εύχεστε λοιπόν για τη κόρη σας;» «Ένα μόνο, να μοιάσει στη μάνα της» και φεύγει ο γιατρός βιαστικός, μη δούμε που συγκινήθηκε και βούρκωσε.
Αφοσίωση, αγόρι μου. Και τώρα, με κοιτάει στα μάτια, δυο και τρία λεπτά, χωρίς να μιλά, και αν είμαι τυχερή, μ’ αναγνωρίζει. Τις πιο πολλές φορές, μου λέει αρλούμπες, ασυναρτησίες. Δυο χρόνια έχουν περάσει απ’ το εγκεφαλικό· μαρτύριο, εφιάλτης. Άμα στα ‘λεγα φωναχτά αυτά και τ’ άκουγες, θα με ρώταγες και συ πως αντέχω. Αντέχω, αγόρι μου, γιατί ο έρωτας αυτό είναι. Μισός και βάλε πόνος, μισή και βγάλε χαρά.
Επειδή βγάλαν οι ποιητάδες ότι ο έρωτας είναι μόνο χέρι-χέρι στα σοκάκια και αχ βαχ στα κρεβάτια και όλα ρόδινα; Τρίχες. Άσε τ’ άλλο που λένε, πόσα πολλά τραγούδια γράφτηκαν για τον έρωτα και οι καλλιτέχναι απανταχού μιλούνε για τον έρωτα και μπούρου μπούρου. Να σου πω κάτι; Πιο πολλά ποιήματα χαθήκανε εξαιτίας του έρωτα, παρά φτιαχτήκανε. Εγώ ξέρω ίσα ίσα να γράφω, αλλά σαν ήμασταν στα μέλια, μου ρχότανε να πιάσω ένα μολύβι και να γράψω αριστουργήματα, αλλά λέω, με γραψίματα θα ασχολούμαι τώρα, δε τον πιάνω να του δώσω ένα φιλί ξεγυρισμένο…
Ξέφυγα, τι έλεγα; Α, αν αντέχω το μαρτύριο. Μια χαρά είμαι, δε βαριέσαι. Έχω και τη μυρωδιά του, αυτή μένει αναλλοίωτη, ένα περίεργο πράμα. Το ναρκωτικό μου. Πάντα ήταν. Όταν ήταν να φύγει ταξίδι, τον έβαζα να φοράει την ίδια μπλούζα συνεχόμενα για 3-4 μέρες πριν φύγει, να ποτίσει το ρούχο μυρωδιά, να το φορέσω μπας και καταφέρω να με πάρει ο ύπνος τα βράδια που θα λειπε.
Και ‘χω και αναμνήσεις. Καλές κι αυτές. Αυτό που δεν έχω και πονώ, αγόρι μου, είναι τα σκοτάδια μας. Να σβήνει το φως στο δωμάτιο και η αγάπη η βαθιά να ξεκινά την ώρα εκείνη. Στα σκοτεινά. Με την αφή και την μυρωδιά και τη γεύση και την ακοή. Να λέει ψιθυριστά ιστορίες στα σκοτάδια και να γαντζώνει τα δάχτυλα του στη μούρη μου να καταλάβει αν χαμογελώ. Και να μη φοβάμαι τίποτα.
Τώρα φοβάμαι. Φοβάμαι. Τον θάνατο του πιο πολύ, κι ύστερα φοβάμαι μη καταπέσω και γω και αναγκάζονται τα παιδιά μας να μας ξεσκατίζουν, τρέμω στην ιδέα. Και φοβάμαι και γω μη πεθάνω, ψέματα να πω; Αυτός, στη κατάσταση του, δε πιστεύω να ‘χει μήτε φόβους, μήτε σκέψεις κακές. Κι από πριν όμως, ο πούστης πίστευε στο Θεό και δε φοβότανε όπως εγώ.
Τα παιδιά μας, που λες… Ε, που πας; Έφτασε το νούμερο σου; Από τώρα; Κρίμα, ωραία παρέα κάναμε!
Τζένη La Revolución