Γράφω στο πάγκο ενός μπαρ. Είναι Χριστούγεννα. Η κάβα είναι στολισμένη με μπλε λαμπιόνια και κάπου ανάμεσα στα ποτά βρίσκονται τα χριστουγεννιάτικα ενθύμια: το ξύλινο αλογάκι, που το καβαλάει ένας μυστακοφόρος ιππότης με μαύρη περικεφαλαία και δίπλα του, ο Άγιος Βασίλης, όρθιος και περιχαρής, να κουβαλάει στον ώμο το σάκο με τα δώρα. Το κόκκινο αυτό αρκουδάκι με το αιώνια καταδικασμένο χαμόγελο κολλημένο στο στόμα μου ερεθίζει τα νεύρα. Έχω πιεί πολύ. Σκέφτομαι ότι πρέπει να βάλω τη ζωή μου σε μία σειρά· να γίνω άνθρωπος συνετός· να φανώ αντάξιος στις προσδοκίες του εαυτού μου και των γύρω μου. Πονάει το δόντι μου και νιώθω μία δυνατή πίεση στα μηνίγγια. Σκέψεις μίας άτεγκτης και αμόλυντης ζωής· πρέπει να σταματήσω να πίνω, να γράφω στίχους στα τσιγάρα μου, να περιπλανιέμαι αδίκως· πρέπει να εφαρμόσω τις χρήσιμες συμβουλές πολύτιμων φίλων, να έχω μία ζωή που οι φίλοι κα γονείς θα τη θαυμάζουν. Σπαράγματα σκέψεων εν κενώ. Κοιτάω τον μπάρμαν, του γνέφω μ’ ένα βλέμμα κι’ αυτός μου ξαναγεμίζει το ποτήρι. Το ακουμπάω στα χείλη μου και το καταπίνω. Σκουπίζομαι με το μανίκι του πουκαμίσου. Ο καιρός λυσσομανά. Ακούω απ’ έξω τα ραπίσματα της βροχής και τα βουητά του αέρα. Ακαθόριστες κουβέντες, ανακατωμένες γυναικείες-αντρικιές φωνές απ’ τα γύρω τραπέζια ταράζουν το νευρικό μου σύστημα. Διαρκώς νιώθω μεγαλύτερος, ψηλότερος, δυνατότερος. Θέλω να σηκωθώ, να βρίσω φωναχτά τους πελάτες ενώ αυτοί εμβρόντητοι θα με κοιτάνε με ορθάνοιχτα τα ηλίθια μάτια τους. Θέλω να μείνω μόνος μου, να σκεφτώ, να κάνω πράξη τις σκέψεις μου.
Κρότοι από ποτήρια που τσουγκρίζουν. Γέλια και φωνές, το κεφάλι μου, η ιδέα, μία έμμονη ιδέα. Αρχίζω να γράφω στο τσαλακωμένο χαρτί που έχω μπροστά μου.
«Ο Χριστός στο σταυρό: τέλειο σύμβολο»
Kοιτάω στο ταβάνι και ψιθυρίζω, αυτή τη φράση, «το τέλειο σύμβολο». Γράφω γρήγορα, μανιασμένα. Δεν κοιτάω πίσω.
«Ο κόσμος εμφανίζεται μπροστά μας συμβολικά, με εικόνες, νότες, με σημεία. Σύμβολα του απείρου, απεικάσματα του ουρανού και των άστρων. Το φεγγάρι: ένα κίτρινο κρανίο με περιφρονητικό χαμόγελο. Ο Χριστός: θυσιαζόμενος, έξοχο σύμβολο. Η θυσία του Χριστού πάνω στο σταυρό από τους ανθρώπους· οι άνθρωποι σταύρωσαν τον Χριστό, τον Θεό, γιορτάζοντας το έγκλημα και ζητωκραυγάζοντας για το κατόρθωμά τους. Το ύψιστο κακό, το τέλειο σύμβολο, αχαλίνωτη απελευθέρωση. Ο άνθρωπος σκαρφαλώνει στα υψίπεδα του κακού. Τα κατέκτησε κι’ έπαψε να διαχωρίζεται απ’ Αυτόν. Σκοτώνεις τον Χριστό, γίνεσαι Θεός στη θέση του Θεού. Κάθε φορά που πράττεις το κακό, κάθε φορά που εγκληματείς, βάζεις τον Χριστό στο σταυρό. Ο Χριστός θανατώθηκε θυσιαζόμενος και αυτό που πρωτοστατεί στη θυσία είναι το έγκλημα που επ’ άπειρον ο άνθρωπος διαπράττει.
Εμείς, τα μιάσματα και οι αμαρτωλοί».
Διπλώνω το χαρτί και το βάζω στη τσέπη μου αχνογελώντας. Ακούω το τρίξιμο της πόρτας και τη πόρτα να κλείνει με δύναμη. Γυρνάω να κοιτάξω· καμία πόρτα δεν άνοιξε, καμία πόρτα δεν έκλεισε, ή μήπως άνοιξε-έκλεισε και δεν το είδα; ναι· χωρίς αμφιβολία αυτό ήταν. Φωνάζω στο μπάρμαν να μου βάλει ένα ποτό. Ανάβω τσιγάρο. Καπνίζω, νιώθω ότι η κάθε τζούρα συμπληρώνει φράσεις μέγιστης σοφίας. Το ρολόι πάνω απ’ τη κάβα. Το τίκ-τακ του ρολογιού κόβει σύριζα τον χρόνο σε στιγμές αγωνίας και υποφοράς. Έχω πιει πολύ. Αδύνατον να υποφέρω τον ήχο. Παίρνω το ποτό, περνάω τρεκλίζοντας ανάμεσα απ’ τα τραπέζια και στέκομαι μπροστά στο παράθυρο. Μ’ αρέσει να βλέπω τον καπνό να σπάει πάνω στο τζάμι και να σχηματίζει μορφές, πότε αόριστες πότε καθορισμένες. Νύξη από παιδικές μνήμες, καπνός, συννεφάκια και καρδούλες. Θυμάμαι τον στίχο του Πεσσόα, «όλοι στην αγκαλιά μας νανουρίζουμε ένα παιδί πεθαμένο/ Βρέχει, βρέχει». Νιώθω τον αέρα που βογκά, ακούω τους απόμακρους βρυχηθμούς των βροντών να διαταράζουν την νεκρική σιγή της νύχτας. Αγαπάω τη νύχτα· την αγαπάω μ’ όλες μου τις αισθήσεις, την μυρίζω, την γεύομαι, την αφουγκράζομαι. Βυθίζομαι στη μαύρη απεραντοσύνη της, στη βουβή αγιότητα της θρηνητικής της σιωπής, στην επιθανάτια αγωνία της.
«Ο Χριστός στο σταυρό: τέλειο σύμβολο»
Πάλι αυτή η φράση, αυτή η φωνή, έμμονη ιδέα. Κάθομαι σ’ ένα τραπέζι κοιτώντας το παράθυρο, βγάζω το χαρτί απ’ τη τσέπη μου και αρχίζω πάλι να γράφω. Τώρα γράφω ήρεμα και αργά, θέλω να βλέπω τη νύχτα και τη βροχή, να εισπνεύσω την αδιευκρίνιστη οσμή της, να γευτώ τη γλυκάδα της.
«Θυμάμαι, χορεύαμε μπροστά στο τζάκι. Οι τούφες των μαλλιών σου έπεφταν στο πρόσωπο σου. Τα μάτια σου ήταν θολά, η ματιά σου ακαθόριστη. Εγώ, εσύ, σιωπή και μουσική. Με κοιτάς λάγνα, διαπεραστικά. Σε πιάνω με δύναμη και σε κολλάω πάνω μου. Σε ρίχνω στο πάτωμα και σου ανοίγω τα χέρια σε σχήμα σταυρού. Τα κρατώ εκεί κολλημένα·το τέλειο σύμβολο, η τέλεια θυσία. “Θέλω να γίνουμε ένας άνθρωπος”, μου λες. Σε δαγκώνω στα χείλη τόσο που να δω κηλίδα αίμα να σχηματίζεται στο χείλος σου. Σου σφίγγω τα χέρια με δύναμη προς το πάτωμα. Τεντώνομαι· θέλω να σε κοιτάζω. Είσαι όμορφη. Ανοίγεις το στόμα σου και μου ψιθυρίζεις, “γάμα με, γάμα με, πνίξε με”. Νάζι μωρού, αναγγελία αφανισμού. Ήθελα να είμαι αργός· η αργή τέλεση της σκηνής που μου θυμίζει ταφή θεού. Στέκομαι στο απέραντο, βυθίζομαι στην αχρονία, ταράζω τη νύχτα, παραδίνομαι στον ίλιγγο και στη παραζάλη. Έχω στραγγαλίσει τους τρόμους σου, έχω πνίξει τους σπασμούς σου».
Διπλώνω το χαρτί και το φυλάω. Νιώθω ένα τρέμουλο σε όλο μου το σώμα και το κεφάλι μου να καίει. Έχω ιδρώσει. Γυρνάω πίσω στο πάγκο του μπαρ να μαζέψω τα πράγματά μου, να φύγω, να βάλω τη ζωή μου σε μία τάξη. Το μπαρ είναι άδειο, οι πελάτες έχουν φύγει.
………………………………………………………
Απέμεινε η νύχτα·
η βροχή
και ο Άγιος Βασίλης.
Αθήνα, 21/12/2016.
Ν.Σ.