Για τον Άρη Δρίβα

Για τον Άρη Δρίβα

Βρήκα ψάχνοντας τα παλιά μου τετράδια, αυτή την ημερολογιακή αφήγηση από την εποχή της στρατιωτικής μου θητείας. Έχουν περάσει τα χρόνια και σιγά σιγά ξεχνώ πόσο δεινοπάθησα να απολυθώ, εξαιτίας του περιστατικού που περιγράφεται στην αφήγηση…

17 Αυγούστου

Αφόρητη ζέστη. Ειδικά με τα χοντρά ρούχα του στρατού, είναι να λιώνει κανείς. Φταίω και γω, όμως. Θα μπορούσα να είχα μπει στρατό τον Σεπτέμβρη, να ‘χουν περάσει οι πολλές ζέστες τουλάχιστον. Ή να είχα μπει όταν ήμουν 18, να μη με νοιάζουν οι πολλές ζέστες. Άλλη κουβέντα αυτό. Εκεί που θέλω να καταλήξω, τελοσπάντων, είναι ότι μετά τα χτεσινά, νιώθω τόση έξαψη, που ούτε ζέστη με πειράζει, ούτε τίποτα.

Με τον Άρη Δρίβα, καταταχτήκαμε μαζί στο Κέντρο Εκπαιδεύσεως και μέναμε σε αντικρινά κρεβάτια. Μέχρι να φύγουμε από το κέντρο, δεν είχαμε ανταλλάξει κουβέντα, πέρα από «καλημέρα» και «καληνύχτα». Ήταν μικρόσωμος, μαλλιαρός και μαυροτσούκαλος, και παρέμενε μονίμως βλοσυρός. Μάλλον λόγω αυτού, το μυαλό μου τον κατέταξε αυτόματα στη κατηγορία «μίζεροι». Οι «μίζεροι» δε βοηθάνε πουθενά στη ζωή, αλλά ειδικά στον στρατό, προσομοιάζουν τα τοξικά απόβλητα και πρέπει να αποφεύγονται.

Με τον Άρη Δρίβα, μετατεθήκαμε μαζί στη παραμεθόριο του Έβρου και μέναμε σε διπλανά κρεβάτια. Παρέμενε τρομερά ανέκφραστος και ήταν κλειστός σα στρείδι. «Κολλητό» φίλο δεν είχε. Συνήθιζε να διαβάζει κάτι χοντρά βιβλία και να μιλά στο τηλέφωνο. Τελικά δεν ήταν ακριβώς μίζερος, ούτε φαινόταν ακριβώς δυσαρεστημένος από το στρατό∙ πιο πολύ έμοιαζε αποφασισμένος να τελειώσει αυτή η παρωδία αναίμακτα, χωρίς φιλίες και έχθρες και χαρές και λύπες.

Στο στρατόπεδό μας, υπάρχουν διοικητές και στελέχη, υπαξιωματικοί και στρατιώτες. Ανάμεσα στους στρατιώτες, επικρατεί ισότητα. Εκτός 4-5 στρατιωτών, όπου είναι δεκανείς, δηλαδή οριακά ανώτεροι των υπολοίπων. Σαν εκπρόσωποι των αποκάτω, σαν συνδετικοί κρίκοι με τους αποπάνω. Ένας τέτοιος είναι και ο Μπατράνης. Κακοσχηματισμένο κορμί 22 χρονών, μεγάλη περιφέρεια και λεπτά πόδια, ξανθό μαλλί σαν άχυρο και μούτρο πρόστυχο, που φέρνει λίγο σε βάτραχο. Ο Μπατράνης είναι άξεστος και κουτοπόνηρος, διψασμένος για αίμα και δράμα. Κατάφερε με αξιοθαύμαστους ελιγμούς και μαεστρία να γίνει δεκανέας, να μπορέσει να εξουσιάσει, έστω λίγο. Από τότε που τα κατάφερε, απολαμβάνει εμφανώς καλύτερη διαχείριση από τους αποπάνω, με αντάλλαγμα σπαρταριστές πληροφορίες για τους φαντάρους. Οι πληροφορίες αυτές μετατρέπονται σε χυδαία, προσβλητικά και σαχλά αστειάκια από τα (έχοντα σαδιστικές τάσεις) στελέχη της ηγεσίας. Έτσι μια τυπική πρωινή αναφορά από το λοχαγό, μπορεί να περιέχει ατάκες επιπέδου: «Στρατιώτη Μακρή, έχεις το όνομα αλλά όχι τη χάρη, έμαθα.» «Στρατιώτη Παπαδάτε, δε σε χώρισε επειδή δεν αντέχει την απόσταση, απλά βρήκε καλύτερο γαμιά» κ.ά. Οι περισσότεροι τον μισούμε τον Μπατράνη∙ μίσος αληθινό.

Ο Άρης Δρίβας πρώτη φορά με πλησίασε προχτές. «Γεια. Άκου, η μάνα μου στη Θεσσαλονίκη, έπαθε μια κρίση προχθές. Τις πάθαινε και παλιότερα, μα είχαν σταματήσει κάμποσο καιρό. Ζήτησα άδεια και μου την αρνήθηκαν τα καθάρματα. Ζήτησα έξοδο να πεταχτώ για λίγες ώρες και ξανά άρνηση. Ξέρεις γιατί; Γιατί ήθελε ο Μπατράνης να πάει να δει τον ΠΑΟΚ, λέει, και προτίμησαν να δώσουν σε αυτό το σκουλήκι την έξοδο. Τελοσπάντων, δεν ήρθα να σου κλαφτώ, ούτε ψάχνω φίλο. Αποφάσισα να φύγω κρυφά τη νύχτα και να επιστρέψω πριν την πρωινή αναφορά. Εσύ είσαι σκοπιά στην πύλη το βράδυ, το έλεγξα. Με βοηθάς ή με καρφώνεις;» «Σε βοηθώ.»

Πιστεύω ότι είπε πάνω-κάτω τα ίδια και στον άλλο σκοπό της πύλης, έναν αγαθό, γιγαντιαίο Λασιθιώτη. Και έφυγε. Γύρισε οριακά έγκαιρα, χλομός και ανέκφραστος, όπως πάντα. Είπε μόνο ένα μασημένο «ευχαριστώ, δε σας ξεχνώ». Πολλοί φαντάροι είχαν ήδη ξυπνήσει.

Στην πρωινή αναφορά το πρώτο πράγμα που ακούστηκε ήταν ο λοχαγός χαμογελαστός και ήρεμος να λέει ότι «όποιος δε σέβεται, το πληρώνει ακριβά. Όπως αυτή η αδερφή που έφυγε κρυφά χτες τη νύχτα, λογικά για να γλείψει καμιά πούτσα». Περπάτησε αργά προς το μέρος που στεκόμουν προσοχή, το χαμόγελο είχε σβήσει και είχε δώσει τη θέση του σε μια οργισμένη έκφραση. Στάθηκε μπροστά μου, με κοίταξε στα μάτια και φτύνοντας σάλια κατά τόπους, μου είπε:

– Γκίκα, εσύ ήσουν σκοπός πύλης. Ξέρεις τι τιμωρία σε περιμένει, ε; Καλύτερα να σε γαμούσε μαύρος. Γι’ αυτό λέγε ποιος έφυγε να τελειώνουμε.

– Δεν είδα τίποτα, κύριε λοχαγέ.

– Ρε, μπας και περνιέσαι και για ήρωας, τώρα; Βρε ζώον, ήρωας είναι αυτός που βγάζει τα άντερα των Τούρκων, όχι αυτός που κρύβει κάτι παράνομο. Ηλίθιε.

– Δεν είμαι ήρωας, απλά δεν είδα τίποτα.

Τον ενδιαφέροντα αυτόν διάλογο, διακόπτει ο Άρης Δρίβας, που κάνει ένα βήμα μπροστά και από τα δέκα μέτρα που μας χώριζαν, φώναξε: «Εγώ έφυγα, άντε τελείωνε.» Ο λοχαγός, σαν να μην άκουσε τίποτα, δεν έστρεψε ούτε μοίρα το κεφάλι του προς τον Δρίβα, παρά έμεινε με καρφωμένο βλέμμα πάνω μου και ψιθύρισε χαιρέκακα: «Δεν είδες τίποτα, Γκίκα, ε;» Και συνέχισε, με υψωμένο τόνο φωνής: «Οι τριάντα μέρες φυλακή σου, Δρίβα, έχουν περαστεί ήδη στα χαρτιά, από το πρωί, και έπεται συνέχεια στην τιμωρία. Απλά ήθελα να δώσω μια ευκαιρία σε αυτό το ζώον να μην τιμωρηθεί εξίσου. Μάταια.»

Ο Άρης Δρίβας, από το σημείο που βρισκόταν, με στεντόρεια, κινηματογραφική φωνή που θαρρείς έβγαινε από μικρόφωνο που είχε καταπιεί, ξεκίνησε αποφασιστικά να μιλά και δυνάμωνε τη φωνή του ολοένα για να καλύψει τα «σκάσε» και τα «ηλίθιε» του λοχαγού: «Η ρουφιανιά είναι πράξη που ταιριάζει σε ανθρώπους σαν εσένα και τον Μπατράνη, σκουλήκι λοχαγέ. Το να ζητάς με ζήλο από κάποιον να ρουφιανέψει -ενώ ξέρεις από πριν αυτό που ψάχνεις- δείχνει ότι είσαι εθισμένος στην προδοσία και άξιος απόγονος των δωσίλογων. Το χειρότερο με ανθρώπους σαν εσένα και τον Μπατράνη, είναι ότι βρωμίζετε την ψυχή μας με μίσος. Απ’ την άλλη, αφυπνίζετε τα βίαια ένστικτά μας για εκδίκηση.»

Σταματώ εδώ την αφήγηση, για να μείνει η γλυκιά επίγευση απ’ το λογύδριο του Άρη Δρίβα…