O Πέρσης και η μπριζόλα

Ο Αζώρ είναι ένα μικρό, μα έξυπνο σκυλάκι.
Νομίζεις πως ανθρώπου ψυχή είναι κλεισμένη σ’ αυτό το όμορφο ζώο.

Κ. Γ. Καρυωτάκης, «Ο Αζώρ και ο λωποδύτης»

Εκεί κάπου πρέπει να ήταν. Γύρω στις δύο το μεσημέρι όταν και ξεκινήσαμε για την καθιερωμένη, ανάλλαχτα συνηθισμένη πρωινή βόλτα με τον σκύλο μου, τον Πέρση. Προχωρούσα γρήγορα, βιαστικά,  δίχως όμως στην πραγματικότητα να βιάζομαι για κάτι. Τελευταίες μέρες του μήνα και, ως είθισται, είχα ξεμείνει από λεφτά με αποτέλεσμα να νιώθω τα νεύρα και τις αντοχές μου να στερεύουν. Τρεις μέρες τώρα δεν είχα βάλει στο στόμα μου παρά μόνο ξαναζεσταμένα μακαρόνια. Ο σκύλος σε χειρότερη κατάσταση: νηστικός και ωχρός, ετοιμόρροπος απ’ την ακούσια νηστεία. Η πείνα και η ταλαιπωρία τον έκαναν νευρικό κι συχνά πολύ ενοχλητικό. Για να ’μαι δίκαιος όμως, τα νεύρα του δικαιολογούνταν εν μέρει απ’ τις ανεκτόνωτες ορμές και τις συνεχείς αναβολές, αφού η συνάντηση με τη Θάλεια –ένα θηλυκό κανίς υπέροχης ομορφιάς που γνωριστήκαν προχθές στον εθνικό κήπο– καθυστερούσε όλο και περισσότερο λόγω των επαγγελματικών υποχρεώσεων (ή, ίσως και της απροθυμίας, αυτό δεν ήθελα όμως να το ξέρει ο Πέρσης) της αφεντικίνας της. Ο περίπατος κυλούσε με τον ίδιο πανομοιότυπο ρυθμό. Περιφερόμασταν στις γειτονιές των Αμπελοκήπων, αυτός έπιανε τα οσμά των άλλων σκύλων, μάρκαρε όπου έκρινε σκόπιμο, και εγώ, όταν το παράκανε, τον τραβούσα με μία βίαιη κίνηση προς το μέρος μου βρίζοντας για την άσκοπη χρονοτριβή μας. Στο δρόμο για το σπίτι, νιώθω πάλι το λουρί να μου φέρνει αντίσταση και βλέπω τον Πέρση, έξω από την «Αγορά» (γνωστό εστιατόριο, βραβευμένο με τρία αστέρια Michelin και έναν χρυσό σκούφο) να υψώνει τη μουσούδα του οσμιζόμενος τους αχνούς των καλομαγειρεμένων φαγητών. Γκαρίζω εις επήκοον των περαστικών που κοιτάζουν εμβρόντητοι: «Όχι πάλι, γαμώ τη Παναγία σου. Πάμε!». Τον κλοτσάω ελαφρά στα πλευρά και, με μία συντονισμένη κίνηση του σώματος και των χεριών μου, τον σέρνω οριστικά και αμετάκλητα στο σπίτι.

Η συμπεριφορά μου εκείνο το πρωί, ήταν η σταγόνα που ξεχείλισε το ποτήρι. Η αλήθεια είναι ότι η σχέση μας τελευταία, ανεξαρτήτως του περιστατικού αυτού, περνούσε –ναι, ειδικά τώρα μπορώ να το πω με σιγουριά– μία μακράς διάρκειας κρίση· μία κρίση συναισθηματική, ηθική, μα συνάμα και υπαρξιακή. Η σημασία που του έδινα δεν ήταν αυτή που του είχα υποσχεθεί τον πρώτο καιρό της συμβίωσής μας. Δεν κρατούσα ούτε τα προσχήματα. Απορροφημένος καθημερινά απ’ τις ακαδημαϊκές μου υποχρεώσεις, επανειλημμένως αμελούσα τις καθιερωμένες μας συζητήσεις: για την ταυτότητα των δύο φύλων, τη σωτηρία της ανθρώπινης ψυχής (σε αυτό ομόφωνα συμφωνούσαμε, δεν υπάρχει τίποτα πιο σημαντικό από την ψυχή), για τη μετά θάνατον ζωή…

Οι πληκτικές μέρες διαδέχονταν η μία την άλλη. Ώρες πολλές σπαταλούσαμε ο καθείς ερμητικά κλεισμένος στον εαυτό του. Βαθιά νεκρική σιωπή. Ενίοτε και αμήχανη. Εγώ έγραφα-αυτός ροχάλιζε, αυτός ροχάλιζε-εγώ έγραφα. «Και καταντά το αύριο πια σαν αύριο να μη μοιάζει», που λέει κι ο ποιητής. Έτσι περνούσαν λοιπόν οι ώρες και οι μέρες, μέχρι που κάποιο Σάββατο μεσημέρι γυρνάω από έναν καφέ και τον βλέπω ασυνήθιστα σκεφτικό και προβληματισμένο. Χλομός, με φανερά σημάδια στο πρόσωπο μιας κούρασης αιώνιας, κάτισχνος στο κορμί, άρρωστος στην ψυχή, μα συνάμα (και αυτό ήταν το εντυπωσιακότερο) έμπλεος μιας αναπάντεχης υπεροψίας. Περνούσαν τα δευτερόλεπτα και κοιταζόμασταν. Αναμετρόμαστε. «Ή θα μεριμνήσεις για τη ζωή μου ή μαζεύω τα πράγματά μου και φεύγω», μου λέει ξαφνικά με μία αργόσυρτη θλιβερή, πλην όμως αποφασιστική φωνή. Η κραυγή αυτή διαπέρασε σαν απότομη μαχαιριά τα σωθικά μου. Η τελική φράση αντηχούσε επαναληπτικά: «μαζεύω τα πράγματά μου και φεύγω…» Οργισμένα συναισθήματα μαζί με ενοχικές σκέψεις συμφύρονταν μέσα στον ορυμαγδό του ατάσθαλου μυαλού μου. Εξαιτίας του φόβου μου να αντιμετωπίσω την αλήθεια, ενστικτωδώς μου ’ρθε να παίξω το παιχνιδάκι του. «Να τα πάρεις», σκέφτηκα από μέσα μου, «στ’ αρχίδια μου»· η ματιά μου ωστόσο σταμάτησε στον ξέχειλο ταξιδιωτικό σάκο που κειτόταν δίπλα στην είσοδο: λαστιχένια κόκκαλα, λουριά θερινά και χειμερινά, σαμπουάν για γυαλιστερό τρίχωμα, καλλωπιστικά είδη – σύμβολα μιας μακράς εναρμόνιας συμβίωσης, τώρα φύρδην μίγδην στοιβαγμένα. Η λογική με επανέφερε στο μέτρο και στη σοβαρότητα των περιστάσεων. Μια βαθιά ανάσα και, σαν έμπειρος κιβδηλοποιός μαθημένος στα θεατρινίστικα ξεγλιστρήματα, παίρνω το λόγο: «Έχεις δίκιο. Από σήμερα και εις το εξής η ζωή μας θα αλλάξει. Στο υπόσχομαι. Πάμε έξω, ξέρω καλά πώς θα ανταποδώσω».

Πράγματι, ήμουν αποφασισμένος. Πολλές φορές η ζωή μάς τα φέρνει έτσι που αν δεν φτάσεις στο χείλος του γκρεμού, δεν εκτιμάς ουσιαστικά την αξία μίας σχέσης. Αρπάζω με αποφασιστικότητα το λουρί, του το φοράω, παίρνω τα κλειδιά του σπιτιού, ρίχνω κάτι πάνω μου, και, ανοίγοντας με μία αποφασιστική κίνηση την πόρτα, βγαίνω βίαια προς τα έξω προς άγραν της οριστικής ηρεμίας και της πολυπόθητης οικογενειακής θαλπωρής. Περπατώντας με σιγουριά, φτάσαμε στο φανάρι λεωφόρου Αλεξάνδρας και Πανόρμου γωνία. Στύβοντας το μυαλό μου να παράξει γενναιόδωρες ιδέες, η ματιά μου σταματάει στην ταμπέλα της «Αγοράς». «Ναι, αυτό είναι», ψελλίζω με αυτοπεποίθηση. Με βάδισμα χαρούμενο περνάμε απέναντι στο δρόμο, και, αυτή τη φορά με δικιά μου πρωτοβουλία, σταματάμε μπροστά απ’ το εστιατόριο. Κοιτάζω τον Πέρση θέλοντας να πάρω την έγκριση. Τον παρατηρώ: τα μάτια του φωτίζονται και τρεμοπαίζουν σαν τη φλόγα του κεριού, μια φιλντισένια λάμψη τα σκεπάζει. Σάλια λαιμαργίας συνωστίζονται στους σιελογόνους αδένες. «Ναι, σίγουρα αυτό είναι», ψιθυρίζω πάλι με σιγουριά.

Σπρώχνω αποφασιστικά την βαριά ξύλινη πόρτα. Μπαίνουμε μέσα. Το εστιατόριο είναι γεμάτο, οι σερβιτόροι απασχολημένοι στην εξυπηρέτηση των υπολοίπων, με αγνοούν αφήνοντάς μου ελεύθερο το πεδίο. Ξέρω ότι πρέπει να δράσω γρήγορα, θαρραλέα, αποφασιστικά. Καρφώνω το βλέμμα μου σε ένα ζευγάρι καλοντυμένων μεσηλίκων. Ο σερβιτόρος μόλις έχει σερβίρει το κρασί και ο άντρας το δοκιμάζει με φανερή ικανοποίηση. Πιθανότατα απολαμβάνουν το καθιερωμένο τους lunch break. Η γυναίκα έχει παραγγείλει σολομό με σος κίτρου και ο άντρας μία σταβλίσια μοσχαρίσια μπριζόλα γάλακτος με πουρέ γλυκοπατάτας. Η μπριζόλα είναι αυτό που ψάχνω. Ναι, η μπριζόλα αυτή, που τα αρώματά της πλημμυρίζουν ευωδία την ψυχή του Πέρση, εκ των προτέρων ξέρω ότι η αρπαγή της θα καταπραΰνει την ταλαιπωρημένη του ψυχή, φέρνοντας συνάμα μία κάποια ειρήνη στο σπιτικό μας. Προχωράω διστακτικά προς το μέρος τους. Ο Πέρσης με ακολουθεί δουλοπρεπώς. Αμφότεροι με κοιτάζουν επιφυλακτικά, καχύποπτα – ειδικά ο άντρας. «Με συγχωρείτε», του απευθύνομαι ευγενικά, «θα μπορούσατε να μου κόψετε λίγο απ’ την μπριζόλα σας να ταΐσω τον σκύλο μου;» Και, ενώ προσπαθεί να συνέλθει απ’ το σοκ της παρουσίας μου, όντας σύξυλος απ’ το θράσος της ερώτησης, εκμεταλλεύομαι την αδράνειά του, και με μία αξιοθαύμαστη θαρραλέα κίνηση, αρπάζω την μπριζόλα απ’ το κόκκαλο και φεύγω τάχιστα από το μαγαζί, δίχως να κοιτάω πίσω. Με γρήγορο και συνάμα προσεκτικό περπάτημα (δεν πρέπει να τραβήξω τα βλέμματα) χάνομαι μέσα στο πλήθος και έπειτα μπαίνω σε ένα στενό. Ο Πέρσης με κοιτάει γεμάτος ευγνωμοσύνη και γλείφεται τρισευτυχισμένος. «Αυτό θα είναι μόνο η αρχή», του λέω με σιγουριά. Πετάω τη μπριζόλα και την πιάνει στον αέρα. Σε κλάσματα δευτερολέπτου, την έχει εξαφανίσει.

Ν.Σ.

Νοέμβριος 2017

ΑΛΛΕΣ ΔΗΜΟΣΙΕΥΣΕΙΣ

«Άλμα ανόδου του ΕΚΠΑ» και άλλες τέτοιες ασυναρτησίες

Για όσους/ες είμαστε ακόμη στα Πανεπιστήμια τρώγοντας εκεί τις...

Aνάθεμα στην ποίηση

Ό,τι αγαπώ το υπερασπίζομαι. Τη δουλειά, τους οικείους, το...

Ερμηνεύοντας θανάτους: Goodbye, Lindita

Μου πήρε δυο βδομάδες να συνέλθω. Το λες και...

Για ένα τελευταίο βλέμμα. «Περασμένες ζωές» («Past Lives»)

  «Τι θα γινόταν αν;» - Δεν ξέρω - Ούτε εγώ *** Αναρωτιέμαι: «τι...