Συνειδητοποιήσεις

Συνειδητοποιήσεις

Αποφάσισα να βγω στο μπαλκόνι να απολαύσω ένα τσιγαράκι με τις τελευταίες γουλιές του ελληνικού καφέ μου…

Το τριήμερο διακοπών είχε ξεκινήσει με τους καλύτερους οιωνούς. Η εξαμελής παρέα των 3 ανδρών και των 3 γυναικών (2 ζευγάρια και ένα όχι-ζευγάρι) είχε φτάσει από το πρωί στο διώροφο εξοχικό, είχε εγκατασταθεί ο καθένας στο δωμάτιο που θα κοιμόταν τα επόμενα δύο βράδια, είχε επιτυχώς ολοκληρώσει τις εισαγωγικές, ανιαρές κουβέντες του «πόσο καιρό έχουμε να κάνουμε μια εκδρομή» και «πόσο χαθήκαμε» και είχε περάσει στην επόμενη πίστα του «τι θα φάμε το μεσημέρι» και «τι δραστηριότητες θα κάνουμε αύριο».

Την ώρα που βγήκα από τη μπαλκονόπορτα της κουζίνας για να καπνίσω το προαναφερθέν τσιγαράκι, τα υπόλοιπα κορίτσια ετοίμαζαν τις σαλάτες, έκοβαν τις πατάτες και ανακάτευαν το τζατζίκι-συνοδεία των κρεάτων, που εντωμεταξύ, ρόδιζαν, υπό την επίβλεψη των ανδρών, στην τεράστια αυλή με το περιποιημένο γκαζόν και το πέτρινο μπάρμπεκιου.

Από το σημείο του μπαλκονιού που ήμουνα, οι αισθήσεις της ακοής και της όρασης μου λειτουργούσαν σε παντελώς διαφορετικά πεδία:

Η μεν ακοή μου, με αφοσίωση, παρακολουθούσε την ενδο-κουζινική συζήτηση των κοριτσιών, που αν ήταν άρθρο σε θηλυπρεπές περιοδικό, θα είχε τίτλο: «Ακούτε και σεις το βιολογικό ρολόι της μητρότητας;» και πραγματευόταν τις δυσκολίες ενός μελλοντικού τοκετού και την αλλαγή στο σώμα της εγκύου. Πιθανόν να κατέληγε στη μητρότητα ως απόλυτο προορισμό της γυναίκας και στην ανάγκη για παιδική αθωότητα ως σανίδα σωτηρίας ενάντια στη ρουτίνα της Αθήνας.

Η δε όραση μου, με αφοσίωση, παρακολουθούσε την εξω-κουζινική αθλητική δραστηριότητα των ανδρών, που είχαν παρατήσει τα κρέατα στη σχάρα, είχαν φτιάξει «τερματάκι» με δύο πλαστικές καρέκλες και με μια χιλιοφθαρμένη μπάλα που κάπως ξετρύπωσαν, προσπαθούσαν να αναπαραστήσουν, μετά κραυγών και πανηγυρισμών, τον Αλέκο Αλεξανδρή να σκοράρει με βολ πλανέ εναντίον του Άγιαξ.

Γέλασα μόνη μου, μετά από καιρό, με τη καρδιά μου. Γέλασα δυνατά, τόσο, που και οι δύο παρέες σταμάτησαν ακαριαία τις δραστηριότητες τους και στράφηκαν απορημένες προς εμένα.

«Ρε Τζένη, μπάφο καπνίζεις; Τριάντα τριών έχεις γίνει, το συνειδητοποιείς καθόλου;»

«Η αλήθεια είναι, ότι δε το συνειδητοποιώ, αγαπημένοι μου φίλοι. Εσείς;»

 

Τζένη la Revolución