Τάσσομαι πρόσφυγας

Τάσσομαι πρόσφυγας

Τα κύματα χτυπούν την πλώρη του καραβιού και μου κοιμίζουν τα όνειρα. Τα όνειρα, που πλέον θα ‘ναι κόκκινα, ούτε μπλε, ούτε χρυσαφί…

…………………………………………..

 

Πώς έγινε, τόσο ξαφνικά, να πάρουν τέτοια απόφαση οι μεγάλοι, δε μπορώ να το καταλάβω. Όπως και τόσα άλλα, δηλαδή. Στα 8 χρόνια που ζω, σπανίως καταλαβαίνω τις αποφάσεις των μεγάλων. Τώρα είπαν πως οι «αντίπαλες δυνάμεις» φτάνουν, ήδη, στην Αθήνα και πρέπει να φύγουμε, να αδειάσει η Κρήτη.

Να πάμε πού; Πολλές απορίες…

Η μάνα μου, γιατί με φιλάει στο μέτωπο, κάθε ώρα, τρεις φορές; Και, ένα βράδυ πριν φύγουμε, που έβγαλα τα στρατιωτάκια, να παίξω «πόλεμο», γιατί έβαλε τα κλάματα και μου τα πέταξε στα σκουπίδια; Και γιατί μου είπε ότι από δω και πέρα, θα κάνω προσευχή στον Χριστούλη, τρεις φορές τη μέρα, κι όχι μόνο πριν ξαπλώσω;

……………………………………………….

Πριν φύγουμε, είχαμε μαζευτεί για δέκα μέρες περίπου, στο σπίτι της θείας μου. Τρεις οικογένειες. Ο πατέρας μου ανακοίνωσε τον νέο νόμο του σπιτιού: κανείς δε βγαίνει από το σπίτι.

Ωραίος νόμος! Δε μου άρεσε και δε τον τήρησα. Ξεπόρτισα δυο μέρες πριν φύγουμε και πήγα βόλτα στη πόλη. Πήγα να δω το φάρο που παλιά έλεγα πως θα τον αγοράσω και εκεί θα ζήσω σαν μεγαλώσω. Μετά, στην Αγορά. Ερημιά, σα τα εγκαταλελειμμένα σπίτια στο χωριό, που παίζαμε “εξερευνήσεις”. Κανένα παιδί, πουθενά. Λες και δεν έχει πια κρυψώνες για κρυφτό και κυνηγητό ή λείπουνε οι κάδοι σκουπιδιών, που κάναμε τέρματα και παίζαμε μπάλα…

Ένας μεγάλος με συνάντησε στο δρόμο και μου φώναξε αυστηρά:

-Τι κάνεις εσύ εδώ, παιδάκι πράμα; χάθηκες;

-Φυσικά και δε χάθηκα, κύριε, εδώ μεγάλωσα.

Και συνέχισα. Πήγα στο λιμάνι με τις ταβέρνες που σέρβιραν ψάρι και γεμίζανε τις Κυριακές. Ψυχή κι εκεί δεν υπήρχε. Έκατσα σε ένα τραπέζι και έπαιξα τον “μεγάλο”, πως ήθελα τάχα να παραγγείλω ψάρι.

Γυρίζοντας στο σπίτι, είδα τη κυριά Μαρία τη γειτόνισσα: «Μάρκο, γρηγορά στο σπίτι σου, φάγαν το κόσμο οι δικοί σου. Ξύλο που θα φας. Μεθαύριο φεύγουμε για Αφρική, ο εχθρός πλησιάζει κι εσύ ξεπορτίζεις!»

Ο εχθρός;; Ο συμμαθητής μου ο Ανδρέας, που κοροϊδεύει τους φίλους μου;;

Για Αφρική;; Καλά, εκεί δεν είναι όλοι φτωχοί; Τι πάμε να κάνουμε εμείς εκεί; Θα τους αγοράσουμε, να δεις!

Και πώς είναι άραγε εκεί; Έχει ψυγεία με παγωτά; Τουρίστες να κοροϊδεύουμε; Κοντές μπασκέτες για παιδιά, υπάρχουν, ή μόνο κανονικές; Πολλές απορίες…

 

Ναξάκης